Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΛΟΥΚΑΣ ΧΑΨΗΣ (ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ)
Ω μακαρία Ελλάς! συ ενδιαίτημα όλων των ουρανίων,
Είναι λοιπόν αλήθεια αυτό που άλλοτε, στη νιότη μας, είχαμε ακούσει;
Αίθουσα εορταστική! το πάτωμα είναι ωκεανός και τα τραπέζια όρη,
Αληθινά σε χρόνους μακρινούς για τούτη τη μοναδική στιγμή χτισμένη!
Όμως πού είν’ οι θρόνοι; πού οι ναοί και τα δοχεία πού
Τα πλήρη νέκταρος, πού τα άσματα προς τέρψιν των θεών;
Πού, μα πού λοιπόν αστράφτουν οι χρησμοί που προορίζονται να φτάσουν
μακριά;
Καθεύδουν οι Δελφοί και πού άραγε αντηχεί το μέγα πεπρωμένο;
Πού είναι το ταχύ; Πού αστράφτει πλήρες πανταχού παρούσης ευτυχίας
Με βροντές από αίθριο ουρανό ενώπιον των οφθαλμών μας;
Πάτερ Αιθήρ! Φώναξε κάποιος κι ο λόγος πέταξε από ένα στόμα
Σε χιλιάδες, κανένας δεν άντεχε μόνος του τη ζωή
Σαν το μοιράζεται κανείς δίνει χαρά τούτο το αγαθό και σαν το
ανταλάσσει, με ξένους,
Γίνεται αγαλλίαση, αυξάνει με τον ύπνο η δύναμη της λέξης:
Πατέρας! φως καθαρό! και αντηχεί, όσο μακριά μπορεί να φτάσει, το
πανάρχαιο
Σημείο, κληρονομιά απ’ τους γονείς, βρίσκει το στόχο και δημιουργεί.
Καθόσον έτσι βρίσκουν το κατάλυμά τους οι ουράνιοι, έτσι τα βάθη
συγκλονίζοντας
Κατέρχεται μέσα από τις σκιές μεταξύ των ανθρώπων η Ημέρα τους.
Ανεπαισθήτως φθάνουν στην αρχή, και σπεύδουν τα παιδιά
Να τους προυπαντήσουν, φθάνει σε υπέρμετρη φεγγοβολή και
εκτυφλωτική η ευτυχία,
Κι ο άνθρωπος τρομάζει, ακόμη κι ένας ημίθεος δεν θα γνωρίζει να πει
Με τ’ όνομά τους αυτούς που με τα δώρα τους τον πλησιάζουν.
Όμως μέγα είναι το θάρρος τους και οι χαρές τους του
Γεμίζουν την καρδιά κι ούτε που ξέρει τι να το κάνει τούτο το αγαθό,
Δημιουργεί, σκορπίζει και γίνεται γι’ αυτόν σχεδόν ιερό το ανίερο,
Που άγγιζε απερίσκεπτα και με ευμένεια το χέρι του το γενναιόδωρο.
Και οι θεοί, όσο μπορούν το ανέχονται αυτό, ύστερα όμως εν αληθεία
Έρχονται αυτοπροσώπως και συνηθίζουν οι άνθρωποι την ευτυχία
Και την Ημέρα και να κοιτάζουν τους Ακρύπτους, το πρόσωπο
Εκείνων, οι οποίοι ήδη από μακρού το Εν και Παν ονόμασαν,
Βαθιά το σιωπηλό τους στήθος με ελεύθερη αυτάρκεια επλήρωσαν
Και πρώτοι και μόνοι κάθε επιθυμία ικανοποίησαν,
Έτσι είναι ο άνθρωπος, όταν το αγαθό είναι παρόν και με τα δώρα του
Αυτοπροσώπως ένας θεός γι’ αυτόν φροντίζει, δεν το γνωρίζει ούτε και
το βλέπει.
Πρώτα πρέπει να υποφέρει, τώρα όμως ονομάζει το πιο αγαπημένο του,
Τώρα, τώρα πρέπει γι’ αυτό να γεννηθούνε λέξεις σαν λουλούδια.
Και τώρα σκέφτεται με σοβαρότητα τους μακαρίους θεούς του να τιμήσει,
Πραγματικά κι αληθινά το παν οφείλει αίνους να απαγγείλει προς αυτούς.
Δεν πρέπει τίποτε να δει το φως, που να μην είναι αρεστό στους Υψηλούς,
Ενώπιον του Αιθέρα δεν αρμόζουν κινήσεις άτεχνες και περιττές.
Δια τούτο και για να σταθούν με αξιοπρέπεια ενώπιον των ουρανίων,
Ορθώνουν οι λαοί το ανάστημά τους σε τάξη θαυμαστή
Αναμεταξύ τους και κτίζουν τους ωραίους ναούς και πόλεις
Οχυρές και ευγενείς, που υψώνονται πάνω από τ’ ακρογυάλια
Όμως πού είναι; πού ανθίζουν οι πασίγνωστες, οι κορωνίδες της γιορτής;
Μαραίνεται η Θήβα και η Αθήνα, όπλα δεν αντηχούν πλέον
Στην Ολυμπία, μήτε άρματα χρυσά στις αρματοδρομίες,
Κι άραγε έπαυσαν πια για πάντα να στεφανώνονται τα πλοία της Κορίνθου;
Γιατί άραγε σιγούν ακόμη και τα θέατρα τα αρχαία και ιερά;
Γιατί να μην υπάρχει χαρά απ’ τους λατρευτικούς χορούς;
Γιατί δεν σημειώνει, όπως άλλοτε, το μέτωπο του ανθρώπου ένας θεός,
Και δεν αφήνει τη σφραγίδα του, όπως άλλοτε, σ’ αυτόν που επέλεξε;
‘Η ερχόταν άλλοτε ο ίδιος κι έπαιρνε τη μορφή του ανθρώπου
Και ολοκλήρωνε κι έκλεινε παρηγορητικά την ουράνια γιορτή.
Αλλά ω φίλε! φτάνουμε πολύ αργά. Ζουν μεν οι θεοί,
Αλλά πάνω από τις κεφαλές μας, εκεί ψηλά σε άλλο κόσμο.
Ατέρμονα ενεργούν εκεί και μοιάζουν λίγο να προσέχουν,
Αν ζούμε ή όχι, γιατί τόσο πολύ μας προφυλάσσουν οι ουράνιοι.
Καθόσον πάντοτε δεν δύναται ένα εύθραυστο δοχείο να τους περιλάβει,
Μόνο κατά καιρούς αντέχει ο άνθρωπος τη θεική πληρότητα.
Και στο εξής είναι η ζωή όνειρο περί αυτής. Όμως η σύγχυση
Βοηθεί, όπως κι ο ύπνος και δίνει δύναμη η Ανάγκη και η Νύχτα,
Μέχρι ν’ ανατραφούν ήρωες αρκετοί στο μολυβένιο λίκνο,
Καρδιές, όπως και άλλοτε, όμοιες σε δύναμη με τους ουράνιους.
Τότε εκείνοι καταφθάνουν μέσα σε βροντές. Όμως συχνά μου φαίνεται
Πως είναι καλύτερα να κοιμηθείς, παρά να μένεις έτσι δίχως σύντροφο,
Και να προσμένεις τόσο, και τι να κάνεις τότε, τι να πεις,
Δεν ξέρω, και προς τι άραγε να είσαι ποιητής σε χρόνους στερημένους;
Αλλά είναι, λες, αυτοί σαν τους αγίους ιερείς του Βάκχου,
Οι οποίοι μέσα σε νύχτα ιερή εβάδισαν από χώρα σε χώρα.
Γιατί, όταν πριν από καιρό – σ’ εμάς φαίνονται αιώνες-
Στα ύψη ανελήφθησαν όλοι αυτοί που τη ζωή μας έκαναν ευτυχισμένη,
Όταν ο πατήρ απ’ τους ανθρώπους απέστρεψε το πρόσωπό του,
Και δίκαια επάνω εις τη γη το πένθος ήρχισε,
Όταν εν τέλει επεφάνη ένα πνεύμα σιωπηλό, που χάριζε ουράνια
Παρηγοριά, και που ανήγγειλε το τέλος της Ημέρας κι εξηφανίσθη
Άφησε για σημάδι, ότι κάποτε ήταν εδώ και πάλι
Θα ξανάρθει, ο ουράνιος χορός πίσω του κάποια δώρα,
Τα οποία εμείς, όπως και άλλοτε, θα τα χαιρόμαστε ανθρώπινα,
Διότι για τη χαρά, εν πνεύματι, εγένετο το μέγα υπερμέτρως μέγα
Μεταξύ των ανθρώπων κι ακόμη, ακόμη ελλείπουν οι ισχυροί δια τις
Ύψιστες χαρές, όμως ακόμη επιβιώνει σιωπηλά κάποια ευγνωμοσύνη.
Ο άρτος είναι γέννημα της γης, κι ωστόσο είναι απ’ το φως ευλογημένος,
Κι απ’ τον βροντόφωνο θεό έρχεται η χαρά του οίνου.
Τα δώρα αυτά μας φέρνουνε στη σκέψη τους ουράνιους, που άλλοτε
Ήταν εδώ και στον κατάλληλο καιρό θα επιστρέψουν,
Δια τούτο και οι ποιητές με σοβαρότητα υμνούν τον Βάκχο
Κι ο οίνος τους προς τον αρχαίον αυτόν θεό δεν αντηχεί πλασμένος
ματαιόδοξα. (Απόσπασμα από το ποίημα του Χαϊλντερλίν,)
ΜΕΤ. ΣΤΕΛΛΑ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ
Ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν,Γερμανός 1770 ,Λυρικός ποιητής και φιλέλληνας περίπου είκοσι χρόνων, έγραψε ένα ποίημα, με τον τίτλο Ελλάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλλάδα
Αχ και να σ’ είχα στη σκιά των πλατάνων,
εκεί όπου μεσ’ από τα άνθη ανέβρυζε ο Κηφισός,
εκεί όπου οι μαθητές ποθούσαν τη δόξα,
εκεί όπου κέρδιζε τις καρδιές ο Σωκράτης,
όπου η Ασπασία πλανιόταν ανάμεσα στις μυρτιές,
εκεί όπου το αναφωνητό της αδελφικής χαρμονής
από τη θορυβώδη Αγορά ηχολογούσε,
εκεί όπου ο Πλάτων έπλαθε παραδείσους.
Μερικά χρόνια αργότερα, τιτλοφορεί μία από τις ωδές του Σωκράτης και Αλκιβιάδης.
Γιατί την εύνοιά σου, ω ιερέ Σωκράτη,
σε τούτον τον έφηβο διαρκώς χαρίζεις;
Μη δεν γνωρίζεις αξιότερούς του;
Γιατί στραμμένα είναι με αγάπη, όπως στους θεούς,
τα μάτια σου επάνω του;
Όποιος το πιο βαθύ στοχάστηκε, αγαπά ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει.
Την υψηλή νιότη κατανοεί όποιος τον κόσμο έχει κοιτάξει
και, συχνά, οι σοφοί υποκλίνονται
στο τέλος μπρος στην ομορφιά.
Η υπόθεση είναι γνωστή από το Συμπόσιο του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης αφηγείται πώς πέρασε μια νύχτα συντροφιά με τον Αλκιβιάδη. Καθοριστικό είναι ότι τα πάντα στρέφονται πάνω απ’ όλα γύρω από την έννοια του ωραίου.
Για τις ωδές του, ο Χαίλντερλιν ανέπτυξε δύο είδη στίχου – τον αλκαϊκό και τον ασκληπιάδειο. Με άλλα λόγια, βασίστηκε στην τεχνοτροπία του Αλκαίου (γύρω στο 600 π.Χ.) και του Ακληπιάδη (γύρω στο 300 π.Χ.).
"ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ"
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνας μεγαλειώδης ύμνος, σε αξεπέραστα επίπεδα δύναμης και ομορφιάς.
Ώριμοι είναι οι καρποί, μες στη φωτιά βαφτισμένοι,
ψημένοι, έτσι πάνω στη γη δοκιμασμένοι,
κι ένας νόμος υπάρχει, πως όλα,
ενώ ονειρεύονται στους λόφους τ’ ουρανού,
στο χώμα μπαίνουν, όμοια με φίδια, προφητικά.
Πολλά είναι αυτά που πρέπει να κρατήσεις,
σαν βάρος από αποτυχίες στους ώμους σου πάνω.
Εχθρικά όμως τα μονοπάτια.
Δηλαδή λοξά, όπως και τ’ άλογα
βαδίζουν τα αιχμάλωτα στοιχεία
και οι παλιοί γήινοι νόμοι.
Κι υπάρχει πάντα μια επιθυμία
που τείνει προς το Αδέσμευτο.
Πολλά είναι, όμως, αυτά που πρέπει να κρατήσεις.
Και η πίστη γίνεται ανάγκη.
Μα ούτε μπροστά ούτε και πίσω
θέλουμε να κοιτάμε.
Μόνο να ζυγιαζόμαστε,
σαν βάρκα που λικνίζεται στη θάλασσα.
Κι όσο για την αγάπη; Ηλιόφως
βλέπουμε πάνω στη γη και σκόνη ξεραμένη
και οικείους τους ίσκιους των δασών,
κι ανθίζει στις στέγες ο καπνός,
πλάι στων πυργίσκων τις αρχαίες κορυφές.
Ευοίωνα της μέρας τα σημάδια,
όταν, αντιμιλώντας, οι αθάνατοι πληγώνουν την ψυχή.
Γιατί το χιόνι, σαν τα λουλούδια του Μαγιού,
σημαίνοντας πού βρίσκεται το Μεγαλόψυχο,
αστράφτει μεριές-μεριές πάνω στων Άλπεων το χλοερό λιβάδι,
αφού, μιλώντας για τον Σταυρό,
που κάποτε στήθηκε μεσοστρατίς για τους νεκρούς,
ένας διαβάτης βαδίζει οργισμένος σε δρόμο ορεινό,
μ’ ένα προαίσθημα μακρινό
ο ένας οδοιπόρος με τον άλλον, μα τι να σημαίνει αυτό;
Πλάι στη συκιά
ξεψύχησε ο Αχιλλέας μου,
και ο Αίας κείται
μες στις θαλασσινές σπηλιές,
σε ρυάκια που γειτονεύουν με τον Σκάμανδρο.
Πιστός στη συνήθεια της αμετάκλητης Σαλαμίνας,
στα ξένα πέθανε ο μέγας Αίας,
από βόμβο στα μηνίγγια,
κι ο Πάτροκλος φορώντας πανοπλία βασιλική.
Και πέθαναν κι άλλοι πολλοί.
Μα στις πλαγιές του Κιθαιρώνα
ήταν χτισμένες οι Ελευθερές, της Μνημοσύνης η πόλη.
Αλλά κι αυτής, αφού της έβγαλε τον χιτώνα ο θεός,
ήρθε η νύχτα να της λύσει τους βοστρύχους.
Διότι αγανακτούν οι Ουράνιοι
όταν κάποιος δεν συγκρατείται και δεν προστατεύει την ψυχή του.
Κι ωστόσο πρέπει και τότε ευθύς σκορπίζει η θλίψη.