Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Μαγικές Παραστάσεις




1. »Ποιά είναι η σχέση φυσικής και εικαστικής πραγματικότητας; Ο ίδιος ο Μαγκρίτ σχολιάζει το έργο ως εξής (1940): "Μπροστά από ένα παράθυρο κοιταγμένο από το εσωτερικό ενός δωματίου τοποθέτησα έναν πίνακα που απεικόνιζε εκείνο ακριβώς το τμήμα του τοπίου που καλυπτόταν από τον πίνακα. Έτσι το δέντρο που απεικονιζόταν στον πίνακα έκρυβε το δέντρο που βρισκόταν πίσω του, έξω από το δωμάτιο. Αυτό τώρα υπήρχε στο νου του θεατή ταυτόχρονα, και μέσα στο δωμάτιο, στον πίκακα και έξω, στο πραγματικό τοπίο. Το ίδιο συμβαίνει και όταν κοιτάζουμε τον κόσμο: τον βλέπουμε σαν κάτι που υπάρχει έξω από εμάς, ενώ δεν είναι παρά μια διανοητική αναπαράσταση αυτού που βιώνουμε μέσα μας...".

Μαγικό Υπερρεαλιστικό Θέατρο

Το ΣΗΜΕΙΟ ΣΥΝΑΡΜΟΓΗΣ της ανθρωπότητας βρίσκεται στην θέση της Λογικής, αλλά στους  περισσότερους ανθρώπους δεν βρίσκεται ακριβώς εκεί. Μόνο οι πραγματικοί ηγέτες της Ανθρωπότητας έχουν ακριβώς αυτή την θέση. Κάποτε η ανθρωπότητα βρισκόταν στο σημείο της ΣΙΩΠΗΛΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. Και πάλι ίσχυε το ίδιο. Μόνο στους ηγέτες βρισκόταν στο ακριβές σημείο. Οι υπόλοιποι άνθρωποι ήταν και τότε αλλά και τώρα απλοί ΘΕΑΤΕΣ. Ετσι μόνο ένα ανθρώπινο ον που είναι πρότυπο Λογικής μπορεί να γίνει και πρότυπο της σιωπηλής γνώσης. Είναι ο άνθρωπος που διαθέτει και τις δύο ΜΟΝΟΔΡΟΜΕΣ ΓΕΦΥΡΕΣ, γιατί  είναι σε άμεση επαφή με το πνεύμα.
Η ΓΕΦΥΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗΛΗ ΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ «ΕΝΝΟΙΑ», ΚΑΙ Η ΑΛΛΗ ΓΕΦΥΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΣΙΩΠΗΛΗ ΓΝΩΣΗ «ΚΑΘΑΡΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ».
Η παράσταση που έδωσε ο Χουλιάν εκείνη την μέρα στο ποτάμι, όπως το είχε προαναγγείλει ήταν ένα θέαμα, όχι για το ανθρώπινο ακροατήριο αλλά για το ΠΝΕΥΜΑ, την δύναμη που τον παρακολουθούσε. Πήδηξε, χόρεψε, τραγούδησε, έπαιξε με εγκατάλειψη και διασκέδασε τους πάντες και πολύ περισσότερο την δύναμη στην οποία απευθυνόταν.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΚΟΥΕΙ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ Ο ΟΜΙΛΗΤΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΜΕ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ. ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΥΜΒΟΛΑ Η ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ.
ΕΡΓΑ ΜΕΓΑΛΟΘΥΜΙΑΣ, ΕΡΓΑ ΧΙΟΥΜΟΡ.
ΣΑΝ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΙ ΜΑΝΤΕΙΣ ΒΓΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΜΥΣΤΙΚΑ ΣΤΟ ΑΦΗΡΗΜΕΝΟ! Καστανέντα


"Σκέφτομαι", έλεγε, "σα να μη σκέφτηκε ποτέ κανείς πριν από μένα".  Μαγκρίτ

Καινούργιες  Σκέψεις

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Συνετός Β'


 Για τον Αφανέρωτο Ήρωα
Με το ασημένιο κουτί στο χέρι πήδηξε το Βασιλόπουλο στην άσπρη φοράδα, δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, και μαζί με τον Πολύκαρπο ανέβηκε στο παλάτι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο. Μόνο εκείνους πια περίμεναν για να καθήσουν. Το Βασιλόπουλο έτρεξε στον πατέρα του, γονάτισε μπροστά του και του έδωσε το ασημένιο κουτί.
- Πατέρα μου και Βασιλιά μου, είπε με συγκίνηση, σου πήρα το στέμμα σου μια μέρα που το έθνος ζητούσε απ' όλους μας θυσίες. Σήμερα το έθνος σηκώνει κεφάλι, έγινε δυνατό, και με τη δύναμη του επιβάλλει σεβασμό στους εχθρούς. Πάρε πίσω το στέμμα σου, Βασιλιά μου και πατέρα μου, το έθνος σου το χαρίζει.
Ο Βασιλιάς σήκωσε το σκέπασμα, και, βλέποντας τη θαυμάσια κορώνα με τα πολύτιμα της πετράδια, έμεινε ακίνητος, με το στόμα ανοιχτό.
- Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες; ρώτησε στο τέλος.
- Είναι το δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, που ζητά τη φιλία μας και θέλει τη συμμαχία μας, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.
Ο Βασιλιάς τότε σηκώθηκε, πήρε την κορώνα μέσα από το κουτί και την έβαλε στο κεφάλι του γιου του.
- Φόρεσε την εσύ, γιε μου, είπε βαθιά συγκινημένος. Σου αξίζει μια τέτοια κορώνα, γιατί με τον κόπο σου και τη δύναμη σου κατόρθωσες να την κερδίσεις. Σ' έκανα από καιρό Βασιλιά ίσο με μένα. Τώρα γέρασα, βαρέθηκα ν' ακούω για δουλειές, και θέλω να ζήσω ήσυχα τα τελευταία μου χρόνια. Πάρε συ το στέμμα μαζί με τα βάρη του, και κυβέρνα μόνος σου το βασίλειο που ανέστησες μονάχα με τη θέληση σου.
Την άλλη μέρα ο Βασιλιάς συγκάλεσε όλο το λαό στο στρατόπεδο πλάγι στον ποταμό, κι εκεί ανήγγειλε σε όλους πως παραιτούνταν από τη διοίκηση του Κράτους, και πως παρέδινε το στέμμα και την κυβέρνηση στο γιο του, το Βασιλόπουλο. Λέγοντας αυτά τα λόγια, έβαλε στο κεφάλι του γιου του την πολύτιμη κορώνα, και τον έστεψε Βασιλιά των Μοιρολατρών. Απ' όλα τα στήθη βγήκε μια μεγάλη φωνή:
- Ζήτω ο Συνετός Β'! Ζήτω!
Η χαρά του κόσμου δε βαστιούνταν. Όλοι ήθελαν να φιλήσουν τα χέρια του γερο-Βασιλιά, που αναγνώριζε την αξία του γιου του, και του νέου Βασιλιά, του σωτήρα του έθνους. Εκείνη η ημέρα ήταν εορτή σε όλο το κράτος. Όταν ο νέος Βασιλιάς Συνετός Β' ανέβηκε στο παλάτι με τον καινούριο αρχικαγκελάριο του, τον Πολύκαρπο, βρήκε πάλι όλη την οικογένεια μαζεμένη στην τραπεζαρία. Κοίταξε το αδειανό κρεμαστάρι πάνω από τη χρυσή κονσόλα, κι έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Τώρα, είπε, που έφυγε από κει το απαίσιο γαϊδουρίσιο κεφάλι, μπορώ να πω πως αισθάνομαι ελεύθερος να καταπιαστώ μεγάλα πράματα.
Και γυρίζοντας στη Γνώση, που του χαμογελούσε χαρούμενη και ροδοκόκκινη, πρόσθεσε:
- Θέλεις, Γνώση, να με βοηθήσεις;
- Εγώ; αναφώνησε η κόρη κι έγινε ακόμα πιο ροδοκόκκινη. Εγώ; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;
- Να γίνεις γυναίκα μου και Βασίλισσα μου, είπε ο Συνετός. Μου έκανες τόσο καλό πάντα με τις πολύτιμες συμβουλές σου! Πες, Γνώση, δε θέλεις μαζί μου να διοικήσεις τον τόπο;
Μα πριν μπορέσει η κόρη ν' απαντήσει, ο γερο-Βασιλιάς τους είχε αρπάξει και τους δυο στην αγκαλιά του.
- Με την ευλογία μου, είπε, ναι! Μαζί να κυβερνήσετε το Κράτος.

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Ο εξάδελφος Βασιλιάς

Κι έγραψε ο δάσκαλος ένα γράμμα που έλεγε: «Έλα πίσω, παιδί μου, οι καλές μέρες ξανάρθαν στον τόπο, όλοι σήμερα γύρισαν και κερδίζουν το ψωμί τους, μόνο εσύ πια έμεινες τελευταίος να μαραίνεσαι στα ξένα!»
Ο θείος Βασιλιάς ωστόσο είχε γιάνει. Ζήτησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του, μα κανέναν πια δε βρήκε. Τότε τον έπιασε μαύρη μελαγχολία. Έχασε τον ύπνο του και χολόσκανε τόσο, που ούτε να φάγει πια δεν μπορούσε. Φουρκισμένος και τραβώντας τα μαλλιά του, ξαναπέρασε τα σύνορα και γύρισε στην πρωτεύουσα του, όπου έκοψε το κεφάλι του στρατηγού του, γιατί, λέει, είχε φύγει από τη μάχη χωρίς να του πάρει άδεια. Αυτό όμως δε γιάτρεψε τη μελαγχολία του.
Τότε φώναξε τον καμπούρη και στραβοκάνη Τζοτζέ, που είχε καταφύγει στο παλάτι του, αφού πρώτα έφαγε σε διασκεδάσεις όσα χρήματα έβγαλε από τα κλεμμένα διαμαντικά του Αστόχαστου, και τον πρόσταξε να χορέψει μπροστά του για να τον διασκεδάσει. Αλλά με την καλοπέραση ο Τζοτζές είχε ξεμάθει το χορό και τα καραγκιοζλίκια, και από την πολυφαγία είχε παραχοντρύνει. Ώστε όταν θέλησε να χορέψει εμπρός στον Άρχοντα, τα στραβά του ποδαράκια μπερεύτηκαν το ένα μέσα στο άλλο κι έπεσε χάμω λαχανιασμένος.
- Τι βλάκας είσαι συ! φώναξε φρενιασμένος ο θείος Βασιλιάς. Ούτε αστείος πια δεν είσαι! Γιατί λοιπόν να τρέφω την ασχήμια σου;
Και ξεσπαθώνοντας του έκοψε το κεφάλι. Ύστερα φώναξε τους αξιωματικούς του, και με πολλές φοβέρες τους είπε να σηκώσουν ευθύς μεγάλο και τρομερό στρατό, για να ξαναπεράσουν τα σύνορα και να καταστρέψουν τον τόπο του ανεψιού του. Μα δεν είχαν πια όπλα, γιατί οι στρατιώτες τα είχαν ρίξει φεύγοντας. Ούτε ήταν εύκολο να συναθροίσουν τόσο γρήγορα τους άντρες, που είχαν σκορπιστεί πια σε όλες τις άκρες του βασιλείου και κρύβουνταν ο καθένας στο χωριό του. Λοιπόν, θέλοντας και μη, αναγκάστηκε ο θείος Βασιλιάς, με όλο του το θυμό, ν' αναβάλει την εκδίκηση του, ώσπου να ξαναγίνει καινούριος στρατός.
Το Βασιλόπουλο, που από τους μυστικούς του αποσταλμένους μάθαινε κάθε κίνηση των εχθρών, πρόσταξε ένα σώμα ν' αφήσει το στρατόπεδο που ήταν στην ακροποταμιά, να περάσει το ποτάμι και να προχωρήσει ως κοντά στα σύνορα, για να χτίσει εκεί ένα τρανό κάστρο, ίσα-ίσα στο βράχο, όπου φαίνουνταν ακόμα τα ερείπια του κάστρου που είχε χτίσει ο παππούς του, ο Συνετός Α'. Οι στρατιώτες κουβάλησαν εκεί τροφές για τη διατήρηση τους, κι επειδή τους ακολούθησαν οι γυναίκες, για να ζυμώνουν και να μαγειρεύουν, αναγκάστηκαν κι έχτισαν μερικά καλύβια ξύλινα. Αλλά το νερό περνούσε μέσα σαν έβρεχε, και ο άνεμος τους πάγωνε. Αποφάσισαν λοιπόν οι άντρες να χτίσουν πέτρινες καλύβες, και το βράδυ, αφού τελείωνε η δουλειά στο κάστρο, δούλευαν σιγά-σιγά στο καλυβάκι τους. Ώστε όταν ήλθε πάλι η άνοιξη, ολόκληρο χωριό είχε απλωθεί στα πόδια του βράχου, και, για να το προφυλάξει, το Βασιλόπουλο πρόσταξε να χτίσουν και άλλο κάστρο στον πλαγινό βράχο, όπου ήταν ίσα-ίσα μερικά ερείπια από ένα παλιό φρούριο του Συνετού Α'. Και σα χτίστηκαν κι εκεί μερικά καλύβια, αναγκάστηκε το Βασιλόπουλο, για να τα προφυλάξει και αυτά, ν' αρχίσει τρίτο, και ύστερα τέταρτο κάστρο, κι έτσι σε όλη τη γραμμή των συνόρων.
Στο μεταξύ, τα επτά καράβια είχαν γίνει δεκαπέντε, και ολοένα έφευγαν τα μισά φορτωμένα ξύλα, και ολοένα επέστρεφε ο Πολύκαρπος με περισσότερα φλουριά, τόσο που δε χωρούσαν πια στην πέτσινη ζώνη, και το Βασιλόπουλο αναγκάστηκε να παραγγείλει στον Κακομοιρίδη ένα βαρύ σιδερένιο σεντούκι με γερή κλειδαριά, όπου έβαλε τα φλουριά του και τα έκλεισε στο κελάρι του παλατιού. Ωστόσο η Γνώση και η κυρα-Φρόνηση είχαν δεχθεί την πρόσκληση του Βασιλόπουλου ν' ανεβούν και να κατοικήσουν στο παλάτι, γιατί με τις πρώτες βροχές η δεντροκουφάλα τους είχε γίνει ακατοίκητη. Μαζί με τη Γνώση και την κυρα-Φρόνηση ανέβηκαν και η Ζήλιω και η Πικρόχολη στο παλάτι. Αλλ' από τον καιρό που έμεναν και δούλευαν με τη Γνώση, τόσο είχαν ξεμάθει τους καβγάδες, που όταν μπήκαν στον πύργο και ξαναείδαν τις κάμαρες τους με τα σπασμένα έπιπλα, και θέλησαν να ξαναμαλώσουν, αντιλήφθηκαν άξαφνα πως είχαν ξεχάσει με τι λόγια ν' αρχίσουν, κι έμειναν μια στιγμή ακίνητες, κοιτάζοντας η μια την άλλη. Η Γνώση, που ίσα-ίσα έφθανε κείνη την ώρα, έστειλε τη μια ν' αρμέξει την αγελάδα και την άλλη να πλέξει καφάσια, για να βάλουν μέσα τις κότες ώσπου να ξαναχτιστεί τ' ορνιθαριό, κι έτσι έχασαν και την τελευταία περίσταση να ξαναπιαστούν. Ώστε το παλάτι ήταν ήσυχο. Δεν ακούουνταν πια ποτέ φωνές.
Ο Βασιλιάς διάβαζε ήσυχα τη φυλλάδα του κάθε βράδυ, και η Γνώση είχε μάθει της Βασίλισσας Παλάβως να πλέκει κάλτσα, και κατόρθωσε έτσι και πήρε την καρδιά του Βασιλιά που είχε βαρεθεί, λέει, να πατά όλη μέρα γυαλάκια και τενεκεδάκια, που αδιάκοπα τα σκορπούσε η Βασίλισσα γύρω της με τα στολίδια που γύρευε να φτιάσει. Έφθασε η άνοιξη, γέμισαν πάλι φύλλα τα δέντρα, βγήκαν οι φράουλες και τ' αγριοράδικα, και γύρισαν τα πουλιά, και ξανάρχισε πάλι το κυνήγι, και ξανάσπειραν οι στρατιώτες γεωργοί, όχι μόνο τα ίδια χωράφια, μα και άλλα, και ακόμα άλλα, και απλώνουνταν η γεωργία. Από το στρατόπεδο ως τη χώρα, και από κει πάλι ως το σιδηρουργείο του Κακομοιρίδη, πήγαινε τώρα ένας μακρύς, φαρδύς και καλοστρωμένος δρόμος. Τότε το Βασιλόπουλο πρόσταξε να παύσουν οι στρατιώτες ξυλοκόποι να κόβουν τα δέντρα από τα παραπόταμα δάση, και ν' αρχίσουν να τα κόβουν στους λόγγους, που ήταν πλάγι στου Κακομοιρίδη το σιδηρουργείο. Και στα μέρη όπου είχαν κόψει πολλά δέντρα, έβαλε και ξαναφύτεψαν άλλα μικρά, για να μεγαλώσουν και να χρησιμεύσουν πάλι αργότερα.
Με την τελευταία λοιπόν καραβιά ξύλα που έστειλε να πουληθούν στου εξαδέλφου Βασιλιά, το Βασιλόπουλο παράγγειλε του Πολύκαρπου ν' αγοράσει άλογα, για να μεταφέρνουν ευκολώτερα τα ξύλα ως το ποτάμι. Μαζί με τ' άλογα παράγγειλε και κότες και πάπιες και χήνες και κατσίκες. Και σαν έφθασαν πάλι τα καράβια, μοίρασε τα πουλερικά και τις κατσίκες στα χωριά, με συμφωνία να χτίσει ο καθένας τη μάντρα του και τ' ορνιθαριό του. Και κάθε μέρα γύριζε, πότε στο ένα χωριό και πότε στο άλλο, να βλέπει αν οι χωρικοί φρόντιζαν τα ζώα τους και αν είχαν εκτελέσει τις παραγγελίες του.
Σαν είδαν οι χωριάτισσες τις καλοχτισμένες μάντρες και τα ορνιθαριά, θέλησαν να κάνουν και περιβολάκι δικό τους, για να καλλιεργούν τα λαχανικά τους, και να μην τρέχουν κάθε μέρα στο δάσος να μαζεύουν αγριόχορτα. Κοντά στο περιβολάκι, θέλησαν και το σπιτάκι τους να το τυποδέψουν. Και όσες είχαν ακόμα τ' αγόρια τους στα ξένα, έβαλαν το δάσκαλο να τους γράψει να ξανάρθουν.
 Κι έγραψε ο δάσκαλος ένα γράμμα που έλεγε: «Έλα πίσω, παιδί μου, οι καλές μέρες ξανάρθαν στον τόπο, όλοι σήμερα γύρισαν και κερδίζουν το ψωμί τους, μόνο εσύ πια έμεινες τελευταίος να μαραίνεσαι στα ξένα!» Οι γυναίκες συγκινήθηκαν σαν τους το διάβασε ο δάσκαλος, καθεμιά θέλησε αυτό το γράμμα για το δικό της το παιδί, γιατί ήταν, λέει, πολύ ωραίο! Λοιπόν ο δάσκαλος έγραψε το ίδιο σε όλους, κι έφυγαν τα γράμματα. Και όσοι νέοι ήταν ακόμα έξω γύρισαν πάλι στο χωριό τους, μαζί και ο γιος του γερο-Φτωχούλη, που βλέποντας τ' αμπέλια των άλλων να ξαναβλαστάνουν, βάλθηκε και αυτός να κλαδέψει τη δράνα του και να καλλιεργήσει το περιβολάκι του.
 Κοντά στη δράνα του γερο-Φτωχούλη, φύτεψε και ο γείτονας κλήμα. Το είδαν οι άλλοι γείτονες πως φούντωνε, κι έβαλαν και αυτοί. Όσοι είχαν κλαδέψει και θειαφώσει τ' αμπέλια τους από το περασμένο καλοκαίρι έβγαλαν τόσο ωραίο σταφύλι και τόσο πολύ, που γέμισαν καράβια κι έστειλαν και το πούλησαν στο βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά. Τα μελίσσια είχαν πολλαπλασιαστεί. Μάζεψαν το μέλι σε κουμνιά, και μαζί με τα σταφύλια το φόρτωσαν κι εκείνο να πουληθεί έξω.
- Μα τι γίνεται στο βασίλειο των Μοιρολατρών; ρώτησε πάλι ο εξάδελφος Βασιλιάς. Αγοράζουν αρνιά και άλογα και τα πληρώνουν με χρυσά φλουριά, πουλούν έναν κόσμο ξύλα και σταφύλια και μέλι. Μήπως λοιπόν ο Ρήγας, ο εξάδελφος μου, ξύπνησε από το βαθύ του ύπνο;
Μα πάλι χαμογέλασε ο Πολύκαρπος, και δε μίλησε, μόνο πήρε τα φλουριά του κι έφυγε με τα καράβια. Τότε φώναξε ο Άρχοντας τον αρχικαγκελάριο του και του είπε:
- Να πας στο βασίλειο των Μοιρολατρών και να γυρίσεις σε όλο τον τόπο. Και ύστερα να έλθεις να μου δώσεις λογαριασμό τι είδες και τι δεν είδες.
Πήγε λοιπόν ο αρχικαγκελάριος και γύρισε όλα τα χωριά και τις χώρες, κι επέστρεψε στο Βασιλιά του και του είπε:
- Είδα μια χώρα όπου όλοι οι δρόμοι είναι στρωμένοι, και όλα τα σπίτια καλοχτισμένα και ασπρισμένα· είδα χωριά όπου όλα τα καλύβια είναι νοικοκυρεμένα και περιτριγυρισμένα με περιβολάκια γεμάτα πορτοκαλιές, μηλιές, αχλαδιές, κερασιές και άλλα δέντρα με λαχανικά· είδα χωράφια και χωράφια, σπαρμένα σιτάρι και κριθάρι, και κουκιά και καλαμπόκια· είδα ελαιώνες απέραντους και αμπέλια, που απλώνονται όσο δε φθάνει μάτι ανθρώπου. Και είδα σε κάθε σπίτι από μια ή δυο κατσίκες και μερικές κότες, πάπιες και χήνες, και είδα τον κάμπο γεμάτο αρνιά· και το βράδυ είδα να κατεβαίνουν κοπάδια οι αγελάδες από τα βουνά. Και είδα πρόσωπα γελαστά, και άκουσα τραγούδια παντού, και δεν είδα ζητιάνο κανένα.
Ο Άρχοντας πήγε και ήλθε συλλογισμένος, και ύστερα είπε στον αρχικαγκελάριο του:
- Καλά και άξια αυτά που λες. Μα δε μου θαμπώνουν το μάτι. Ο Βασιλιάς των Μοιρολατρών ήταν πάντα τενεκές. Ένα στρατιώτη δεν αρμάτωσε ποτέ του. Με τι τρόπο θα υπερασπίσει όλα αυτά, αν μου κατέβει καμιάν ώρα να του τα πάρω;

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Δουλειά

img2_2
Βάλιας Σεμερτζίδης, Το όργωμα
- Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε.
Οι πρόσκοποι γύριζαν εκείνη την ώρα κι έφερναν την είδηση πως οι εχθροί ήταν σκορπισμένοι άλλοι εδώ και άλλοι εκεί, πως η πεδιάδα όλη ήταν σπαρμένη με τ' άρματα που είχαν ρίξει φεύγοντας, και πως ο θείος Βασιλιάς, από το κακό του και το θυμό του, είχε αρρωστήσει και είχε φωνάξει από την πατρίδα του το μεγαλύτερο σοφό να τον γιατρέψει. Λογάριαζε, λέει, μόλις γίνει καλά, να σηκώσει καινούριο στρατό και να ξαναρχίσει τον πόλεμο.
Το Βασιλόπουλο έβαλε τότε ανθρώπους να μαζέψουν τα σκορπισμένα όπλα του εχθρού. Ύστερα έστειλε τον Πολύκαρπο στη χώρα ν' αγοράσει σιτάρι, κριθάρι, και ό,τι άλλο μπορούσε να σπείρει. Άλλους έστειλε σε όλο το βασίλειο ν' αγοράσουν από τους χωρικούς τα βώδια τους και τ' αλέτρια, που για χρόνια σκούριαζαν στους ερειπωμένους στάβλους. Και βλέποντας τους στρατιώτες που με δεμένα χέρια κάθουνταν και κουβέντιαζαν ή ξαπλωμένοι στον ήλιο έχασκαν ή σεργιάνιζαν στην ακροποταμιά, τους φώναξε όλους και τους είπε:
- Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε.
Και παίρνοντας μια τσάπα, θέλησε να σκάψει το χώμα, δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. Αλλά οι στρατιώτες δεν τον άφησαν.
- Όχι σήμερα, Αφέντη, του είπαν, δεν κάνει με το πληγωμένο σου χέρι και το δεμένο σου κεφάλι! Άφησε μας να κάνομε μεις αυτή τη δουλειά. Εσύ πρόσταξε μας μονάχα από πού ν' αρχίσομε.
Αφού λοιπόν τους έστρωσε όλους στη δουλειά, πήρε πάλι το δρόμο της χώρας και από κει τράβηξε στου δασκάλου το σπίτι. Βρήκε πάλι δυο-τρία πεινασμένα παιδιά, που πότιζαν κι έσκαβαν το περιβόλι του «Σχολείου του Κράτους», ενώ στο σπίτι μέσα ο δάσκαλος, ξαπλωμένος σε δυο καρέγλες, με το χέρι ακουμπισμένο σε τρίτη, διάβαζε την «Κύρου Ανάβαση».
- Α, όχι, αυτό δεν κάνει πια! είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ήρθε η ώρα όπου όλοι θα δουλέψουμε, και συ με τους άλλους, κυρ-δάσκαλε.
Ο δάσκαλος παράτησε το βιβλίο του και με κάποια ειρωνεία ρώτησε:
- Τι δουλειά μπορώ εγώ να κάνω; Μήπως εγώ θα σιάξω τον τόπο;
- Ναι, εσύ κι εγώ και όλοι μας θα σιάξομε τον τόπο, διορθώνοντας όμως πρώτα-πρώτα τον εαυτό μας! είπε θυμωμένα το Βασιλόπουλο.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Η ζώνη του Πολύδωρου


Η ΓΝΩΣΗ και η ΖΩΝΗ της Ομορφιάς της Σοφίας και της Αρμονίας
Πολύ λίγη ώρα αναπαύτηκαν οι στρατιώτες εκείνη την ημέρα. Οι εχθροί είχαν φύγει, μα έμενε δουλειά πολλή να γίνει. Ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του ξανάδεσαν το γεφύρι, οι στρατιώτες έθαψαν τους σκοτωμένους εχθρούς και φίλους, και ο Κακομοιρίδης εγύρισε στο μεταλλείο και το σιδηρουργείο με τον αδελφό του, για να φτιάσουν όπλα καινούρια και αρκετά, ώστε να ξαναρχίσει ο πόλεμος και να διώξουν τους εχθρούς πέρα από τα σύνορα.
Το Βασιλόπουλο, αφού έστησε το στρατόπεδο του, κι έβαλε φρουρούς στο γύρο, έστειλε προσκόπους να δουν πού βρίσκουνταν οι εχθροί και πόσοι ήταν. Ύστερα ανέβηκε στο παλάτι.
Τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα, και παραξενεύθηκε που δεν άκουσε τις συνηθισμένες φωνές της Ζήλιως και της Πικρόχολης. Πήγε ίσια στο μαγειριό, με την ελπίδα να δει την Ειρηνούλα πρώτη. Το μαγειριό ήταν σε τάξη. Μερικά αγριόχορτα έβραζαν σ' ένα τέντζερε απάνω στη φωτιά, αλλά η αδελφή του έλειπε και το Βασιλόπουλο πήγε στην τραπεζαρία να τη ζητήσει. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο Βασιλιάς με τα χέρια στις τσέπες πήγαινε κι έρχουνταν συλλογισμένος και νευρικός.
Η Βασίλισσα κάθουνταν κοντά στο τραπέζι, και με ακούραστη υπομονή καταγίνουνταν να φτιάσει μια κορώνα με μολυβόχαρτο και τενεκεδάκια. Μα όλο ξανασπούσε η κορώνα και όλο ξανάρχιζε η Βασίλισσα. Στο παράθυρο καθισμένη, η Ειρηνούλα κοίταζε κατά το ποτάμι, και κάθε λίγο σκούπιζε τα μάτια της, κατακόκκινα και πρισμένα από τα κλάματα. Σηκώθηκε στενάζοντας να βγει έξω και μπροστά της είδε το Βασιλόπουλο με το κεφάλι δεμένο και με το χέρι κρεμασμένο. Έβγαλε μια φωνή και ρίχθηκε στο λαιμό του.
- Πού ήσουν; Τι έπαθες; φώναξε. Ο Βασιλιάς γύρισε με ορμή.
- Τι; Εσύ είσαι επιτέλους; είπε μισοθυμωμένος, μισοχαρούμενος. Καιρός ήταν να θυμηθείς να γυρίσεις στο πατρικό σου! Δε συλλογιέσαι και μας εδώ τι τραβούμε, μόνο στη χώρα μου γυρίζεις; Να, ωραία πράματα γίνηκαν όσο έλειπες! Οι αδελφές σου ξεπόρτισαν μαζί με τις παρακόρες.
- Ναι, πρόσθεσε η Βασίλισσα χωρίς να σηκωθεί, παραδομένη στην κορώνα της, και φύγανε, οι άκαρδες, χωρίς να με πάρουν και μένα μαζί.
Το Βασιλόπουλο έστεκε σα ζαλισμένο.
- Και πού πήγαν; ρώτησε.
- Όσα ξέρεις τόσα ξέρω! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς με μεγάλες χειρονομίες. Φύγανε χωρίς να μας πουν τίποτα, και πήραν μαζί τους όσο φαγί περίσσεψε από χθες, και σήμερα δεν έχομε τίποτα να φάμε!
- Έχομε, πατέρα, είπε η Ειρηνούλα σκουπίζοντας τα μάτια της που ολοένα ξαναγέμιζαν δάκρυα. Μάζεψα αυγά στο δάσος κι έβρασα ξυνήθρα. Να δεις. Θα σου κάνω ωραία σούπα...
- Βέβαια! Με χόρτα τώρα θα ζούμε! είπε ο Βασιλιάς. Και με τι χόρτα! Αγριόχορτα!
Και γυρνώντας στο γιο του ρώτησε απότομα:
- Εσύ τουλάχιστον συλλογίστηκες να σκοτώσεις κανένα αγριόπουλο;
- Όχι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δεν πρόφθασα.
- Αμέ βέβαια! Με τους ξένους γυρνάς, και τι ξένους! Ένα σωρό προστυχιάρηδες, και τους δικούς σου ούτε τους συλλογίζεσαι! είπε ο Βασιλιάς.
Μα έξαφνα αλλάζοντας τόνο ρώτησε:
- Αλήθεια, πες μου, τι έκανες χθες με όλους αυτούς τους λυσσασμένους; Και τι έπαθε το κεφάλι σου; Σε χτύπησαν αυτοί; Πώς τους ξεφορτώθηκες;
- Δεν τους ξεφορτώθηκα, είπε με συγκίνηση το Βασιλόπουλο, τους οδήγησα στη μάχη και πολέμησαν σα λεοντάρια, και νίκησαν, κι έσωσαν το βασίλειο σου, και πέθαναν, πατέρα, για να γλιτώσει ο γιος σου...
Ο Βασιλιάς σταμάτησε, κάπως ντροπιασμένος για τα ασυλλόγιστα λόγια που είχε πει.
- Πώς; Έγινε μάχη; ρώτησε μαγκωμένος. Μα γιατί δεν το 'λεγες πρωτύτερα;
- Και συ πληγώθηκες! αναφώνησε η Ειρηνούλα, γυρεύοντας να συγκρατήσει τ' αναφιλητά της.
Το Βασιλόπουλο διηγήθηκε τότε πώς έφτιασε ο πρωτομάστορης το γεφύρι, πώς τη νύχτα πέρασαν οι στρατιώτες του κι έπεσαν στο κοιμισμένο στρατόπεδο, κι έτρεψαν τους εχθρούς σε φυγή, μαζί με το Βασιλιά τους. Είπε με τι ανδρεία πολέμησαν ως το πρωί, με αγροτικά εργαλεία αντίς όπλα χωρίς φαγί, κουρασμένοι, αποκαμωμένοι, και όμως ως το θάνατο αφοσιωμένοι στο Βασιλόπουλο που τους οδηγούσε. Ο Βασιλιάς τον άκουε, πρώτα μ' έκπληξη και ύστερα με συγκίνηση, και στο τέλος με τέτοιον ενθουσιασμό, που δε βαστάχτηκε πια και άρπαξε το γιο του στην αγκαλιά του.
- Εσύ τους έκανες τέτοιους! φώναξε. Εσύ τους ξύπνησες, εσύ είσαι άξιος να τους κυβερνήσεις! Θα σε κάνω εσένα Βασιλιά!
Εκείνη την ώρα έφθανε και ο Πολύκαρπος.
- Αφέντη, είπε, οι στρατιώτες πεινούν! Πήγαμε στο μπακάλη της πλατείας να πάρομε ελιές και κουκιά, μα δε θέλει, λέει να δώσει τίποτα χωρίς πληρωμή. Και κανένας δεν έχει λεφτά, γιατί κανένας δε δούλεψε χθες. Τι να κάνομε;
Το Βασιλόπουλο έλυσε από τη μέση του μια φαρδιά πέτσινη ζώνη κι έβγαλε ένα-δυο φλουριά.
- Να πληρώσετε τα κουκιά και τις ελιές, είπε, και να φάνε οι στρατιώτες όσο θέλουν. Για σήμερα αυτά φθάνουν. Αύριο βλέπομε τι θα γίνει.
Ο Βασιλιάς, καθώς είδε τα φλουριά, ενθουσιάστηκε.
- Πού τα βρήκες; ρώτησε χαρούμενος. Στείλε γρήγορα τον Πολύκαρπο να μας αγοράσει κανένα παχύ-παχύ γαλόπουλο...
Κι έκανε ν' αρπάξει τη ζώνη. Μα το Βασιλόπουλο έπιασε το απλωμένο χέρι του.
- Τα φλουριά αυτά είναι ιερά, πατέρα, είναι βαμμένα μ' αίμα, είπε.
Και τού έδειξε έναν πλατύ κόκκινο λεκέ, που απλώνουνταν στη ζώνη.
- Ο Πολύδωρος τα πλήρωσε με τη ζωή του, πρόσθεσε συγκινημένος. Θα ξοδευτούν ως το τελευταίο για την Πατρίδα.
- Πώς θα τα ξοδιάσεις; ρώτησε ο Βασιλιάς δυσαρεστημένος. Τι άλλο έχεις πια να κάνεις; Ο εχθρός έφυγε και πάει!
- Ο εχθρός δεν έφυγε, κι ας μη φαίνεται, είπε το Βασιλόπουλο. Μα και αν είχε φύγει πέρα από τα σύνορα, ούτε αυτό δε θ' αρκούσε, γιατί δεν έχομε κάστρα, ούτε στρατό να τον εμποδίσουμε να ξανάρθει.
- Και με αυτά τα φλουριά ελπίζεις να χτίσεις κάστρα και να οπλίσεις στρατό; ρώτησε ο Βασιλιάς ξεκαρδισμένος στα γέλια. Μα, παιδί μου, για να κάνεις αυτά που λες, θέλεις στέρνες γεμάτες φλουριά, και πάλι δε φθάνουν.
- Θ' αρχίσω με αυτά, είπε το Βασιλόπουλο, και ώσπου να τελειώσουν, ίσως βρω και άλλα.
- Πού; Μα πού; ρώτησε ο Βασιλιάς και άρχισε πάλι να θυμώνει.
- Πού; είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. Ισως δουλεύοντας τη γη που θα μας θρέψει.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Δικαιοσύνη


Το Σχοινί και το Σπαθί της Δικαιοσύνης
Ο Κακομοιρίδης, που πολεμούσε στην άλλη άκρη του στρατοπέδου, αφού κυνήγησε κάμποση ώρα τους εχθρούς, γύρισε και, μη βλέποντας το Βασιλόπουλο, ρώτησε πού ήταν. Μα δεν ήξεραν να του πουν. Με ανησυχία τον αναζητούσε δω κι εκεί, όταν μερικοί στρατιώτες, που βρίσκονταν κοντά στη σκηνή του θείου Βασιλιά, τον φώναξαν.
- Έλα δω, κυρ-Κακομοιρίδη, σε θέλομε να σου δείξομε κάτι, είπαν.
Και όλοι μαζί ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Ανάμεσα τους βαστούσαν έναν άνθρωπο από τις μασχάλες. Το κεφάλι του ήταν πεσμένο μπροστά, τα μαλλιά του άνω-κάτω, το πλούσιο βελουδένιο βυσσινί του ρούχο κάτασπρο από τη σκόνη. Και, μόλις έκαναν οι στρατιώτες να τον αφήσουν, έπεφτε χάμω.
- Τι έχει αυτός ο δυστυχισμένος; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Πληγωμένος είναι ή άρρωστος;
Οι στρατιώτες ξέσπασαν πάλι στα γέλια.
- Ούτε το ένα ούτε το άλλο, αποκρίθηκαν, μόνο τρέμει από το φόβο του.
Ο Κακομοιρίδης σίμωσε και θέλησε να διώξει τους στρατιώτες και ν' αφήσει ελεύθερο τον άνθρωπο. Μα μόλις τον είδε κοντοστάθηκε.
- Ο δικαστής! φώναξε.
Καθώς άκουσε ο κυρ-Λαγόκαρδος τη φωνή του Κακομοιρίδη, κόπηκαν ολότελα τα γόνατα του και, γλιστρώντας από τα χέρια των στρατιωτών, ξαπλώθηκε στα χώματα.
- Πού ήταν; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Πώς δεν έφυγε με τους άλλους;
- Μη ρωτάς πώς τον βρήκαμε! είπε ένας στρατιώτης. Μπήκαμε στη σκηνή του Βασιλιά να μαζέψομε τα πράματα και να τα πάμε στο Βασιλόπουλο, όταν είδαμε κει ένα κάθισμα σκεπασμένο με χαλί. Ένας φίλος μου κάθησε να ξεκουραστεί, κι έξαφνα το κάθισμα γκρεμίστηκε και ο φίλος μου έπεσε ανάσκελα. Τρομάξαμε μην τύχει και σπάσαμε τίποτα πολύτιμο και βιαστικά σηκώσαμε το χαλί. Και τι να δούμε; Την αφεντιά του, μισοπεθαμένο από το φόβο!
Ο Κακομοιρίδης τον κοίταξε με αηδία.
- Μαζέψετε τον και φέρετε τον στο Βασιλόπουλο, πρόσταξε. Η Αφεντιά του θα τον δικάσει.
Και πήγε πάλι να γυρέψει το Βασιλόπουλο. Τον βρήκε καθισμένο σ' έναν κορμό δέντρου με το κεφάλι μαντιλοδεμένο. Ένας στρατιώτης, που βρέθηκε να είναι γιατρός, έπλενε κι έδενε την πληγή του ώμου του. Στα πόδια του ήταν ξαπλωμένο το αιματωμένο σώμα του νέου, και το Βασιλόπουλο τον έδειξε του Κακομοιρίδη.
- Σκοτώθηκε για να με σώσει, είπε με βραχνή φωνή.
- Έκανε κείνο που θα κάναμε όλοι, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης.
Η μέρα άρχιζε να γλυκοχαράζει. Οι άντρες, κουρασμένοι και πεινασμένοι, μάζευαν από τις σκηνές των εχθρών ό,τι έβρισκαν να φάνε, κι ετοιμάζουνταν να πέσουν να κοιμηθούν. Εκείνη την ώρα έφθασαν μερικοί στρατιώτες σέρνοντας μαζί τους τον κυρ-Λαγόκαρδο.
- Όχι τώρα, τους είπε ο Κακομοιρίδης. Ο Αφέντης είναι αποκαμωμένος.
Μα το Βασιλόπουλο τον άκουσε και θέλησε να μάθει τι έτρεχε. Σαν είδε και αναγνώρισε το δικαστή, πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του.
- Κυρ-Λαγόκαρδε, έχεις καμιάν εξήγηση να δώσεις πώς βρέθηκες εδώ; τον ρώτησε.
Ο ατάραχος τρόπος του Βασιλόπουλου καθησύχασε τους φόβους του κυρ-Λαγόκαρδου, και αμέσως ξαναθάρρεψε.
- Αχ, Αφέντη μου! κλαύθηκε. Αν ήξερες τι τράβηξα αφότου δε σε είδα! Έφυγα ο κακομοίρης για να σωθώ από τον Πανουργάκο, που θα με σκότωνε αν μάθαινε όσα σου είπα. Μα από τη μια τρομάρα έπεσα σε τρισχειρότερο κακό! Πέρασα το γειτονικό βασίλειο, και προτού προφθάσω να πω ωχ, με άρπαξαν και μ' έσυραν στο Βασιλιά το θείο σου. Σταμάτησε μια στιγμή κι έριξε γύρω μια πονηρή ματιά, να βεβαιωθεί πως τον πιστεύουν.
- Λοιπόν; ρώτησε ήσυχα το Βασιλόπουλο.
- Λοιπόν, τότε μου είπε ο Βασιλιάς ο θείος σου, πως είχε σκοπό να καταχτήσει το βασίλειο του πατέρα σου του Βασιλιά, και μου πρότεινε μεγαλεία και πλούτη, αν ήθελα να τον οδηγήσω ως εδώ. Μα πού εγώ ν' ακούσω από τέτοια!
Και πάλι κοίταξε γύρω του, μα αυτή τη φορά με κάποια ανησυχία. Η βαθιά σιωπή ολωνών του φαίνουνταν δυσάρεστη.
- Λοιπόν; είπε πάλι το Βασιλόπουλο.
- Εγώ του αποκρίθηκα πως προτιμώ χίλιες φορές το θάνατο παρά να δεχθώ τέτοιο παζάρι, εξακολούθησε ο Λαγόκαρδος. Και θύμωσε ο Βασιλιάς ο θείος σου, και μ' έδεσε σ' ένα άλογο και μ' έφερε αλυσοδεμένο ως εδώ. Ο Θεός με λυπήθηκε και σ' έβγαλε νικητή, και μ' έσωσες από τα χέρια αυτού του σκληρού Βασιλιά!
Σταυροκοπήθηκε, σκούπισε τα μάτια του κι επανέλαβε με τρεμουλιάρικη φωνή:
- Ο Θεός με λυπήθηκε!
Το Βασιλόπουλο έβγαλε από την τσέπη του ρούχου του ένα ζαρουκλιασμένο αιματωμένο χαρτί, το ξεδίπλωσε και το άπλωσε μπρος στο δικαστή.
- Το αναγνωρίζεις αυτό; ρώτησε.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ηράκλειοι Ατενισμοί


Το Ρόπαλο του Ηρακλή

Καθώς κοιτάς το Μηδέν στα Μάτια....

Ψηλά θα δεις τον Ηρακλή με το ρόπαλο του, τον αστραφτερό Ωρίωνα με το σπαθί του, τον ακεστήρα  Ασκληπιό, τον αλάθευτο τοξότη, τον Ηνίοχο, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
 
Ο Μέγας Κύων είναι εκεί και οι Κύνες θηρευτές, η Λύρα με τα τραγούδια της , ο Βέγγα, ο Πήγασος καθώς και ο Περσέας με την Ανδρομέδα.

Τέτοια στέκεται η χρυσή οδηγία του Ελληνικού Ουρανού. 

Καθώς την τελούμε και την εκτελούμε, κατέχουμε ότι δεν ζήσαμε τσάμπα.

Δεν ανταλλάξαμε τον πολύτιμο πλούτο τής εφήμερης ζωής με την στέρφα πλάνη της Αθανασίας των ηλιθίων Πιστών.

Ταξιδεύουμε στην γη όπως οι Δίδυμοι στον Ουρανό.

Μ ε   τ η ν  μ έ ρ α  μ α ς  θ ν η τ ή

Η  Α ψ ε υ δ ή ς  γ ν ώ σ η  γ ι α  τ η ν  μ ο ί ρ α  μ α ς  ε ί ν α ι  Α θ ά ν α τ η .

Καθώς κοιτάς το Μηδέν στα Μάτια δύνασαι

Να μην Αποκαρτερήσεις;

Από Οργή για τούς Αιώνες που Δεν θα Υπάρχεις

Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα

 Δ
ύνασαι Να μην Αποκαρτερήσεις;

Καθώς κοιτάς το Μηδέν στα Μάτια....

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Η μάχη


Οι γέφυρες των αναστεναγμών των φόρων των τογλύφων δανειστών κόβονται και γκρεμίζονται όπως  και τα πήλινα πόδια  άρπαγων  τραπεζικών κολοσσών

Το Βασιλόπουλο είχε φθάσει στο ποτάμι. Έκρυψε τους ανθρώπους του στο δάσος και τους παράγγειλε να μη βγουν από μέσα από τα δέντρα, για να μην τους δουν οι εχθροί. Το σχέδιο του ήταν τη νύχτα να περάσει στην άλλη όχθη, να πλακώσει με τους ανθρώπους του το κοιμισμένο στρατόπεδο, να ωφεληθεί από την αταξία και την τρομάρα που θα έπιανε τους εχθρούς, και να τους διώξει μακριά. Εκεί να τους βαστάξει με κάθε τρόπο, ώσπου να ετοιμάσει στρατό και στόλο, και τότε πολεμώντας τους γερά, να τους υποχρεώσει να ξαναπεράσουν τα σύνορα.
Μα για να επιτύχει το σκοπό του, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να μεταφερθούν οι στρατιώτες του αντίκρυ. Πήγε λοιπόν αμέσως να βρει τον Αμοιράκο για να του προτείνει ένα σχέδιο του. Από μακριά είδε κάτω από τα δέντρα ανθρώπους μαζεμένους και αναγνώρισε τον πρωτομάστορη σκυμμένο πάνω σ' ένα σώμα.
- Τι τρέχει; ρώτησε σιμώνοντας.
Ο πρωτομάστορης άκουσε τη φωνή του και γύρισε. Το πρόσωπο του ήταν αγέλαστο και χλωμό.
- Εσένα ζήτησε, Αφέντη, είπε χωρίς να σηκωθεί.
- Ποιος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
Και παραμερίζοντας τους εργάτες, έσκυψε και είδε το αιματωμένο πρόσωπο, όπου το βέλος είχε μείνει μπηγμένο στο φρύδι.
- Πολύδωρε! φώναξε, κι έπεσε στα γόνατα κοντά του. Σήκωσε το κεφάλι του υπασπιστή, το ακούμπησε στο στήθος του, και σκούπισε το αίμα που έσταζε από τα μουσκεμένα μαλλιά.
- Φέρτε νερό, γρήγορα! πρόσταξε.
- Περιττό, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης. Το παλικάρι πέθανε...
- Δε γίνεται! Θα ζήσει! Πρέπει να ζήσει! φώναξε το Βασιλόπουλο. Πολύδωρε... με ακούς! Μίλησε μου...
Δεν έλαβε απόκριση. Τα σφιγμένα χείλια έμειναν βουβά, μαρμαρωμένα στην παντοτινή σιωπή. Με νευρικά δάχτυλα έσπρωξε την πέτσινη ζώνη ν' ακούσει αν χτυπά η καρδιά. Το λουρί λύθηκε και χρυσά φλουριά χύθηκαν στο χώμα. Τοτε σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και γύρισε στους άντρες του.
- Στρατιώτες! φώναξε, και η φωνή του έτρεμε από την ταραχή της ψυχής του. Το παλικάρι αυθόρμητα έδωσε τη ζωή του στην πατρίδα, και σας έδειξε το δρόμο για να φθάσετε στη δόξα. Από τον καθένα σας απόψε ζητώ την ίδια θυσία, είτε στο θάνατο σας πάγω, είτε στη νίκη! Πατριώτες! Χαιρετήσετε τον Πρωτομάρτυρα!
Και σιωπηλά όλοι γύρω γονάτισαν.
Έθαψαν το παλικάρι εκεί που ξεψύχησε. Στο λάκκο μέσα, όπου τον ξάπλωσε το Βασιλόπουλο, με χέρια σταυρωμένα κοιμούνταν ο Πολύδωρος το στερνό του ύπνο. Πικρό χαμόγελο είχε παγώσει τα χείλια του. Τα μάτια του είχαν σβήσει χωρίς ν' ανταμώσουν του Αφέντη τη φωτεινή ματιά, που είχε ξυπνήσει στην ψυχή του τόση ομορφιά και δύναμη, και από μέτριο άνθρωπο τον έκανε ήρωα. Με βαριά καρδιά έπιασε πάλι ο καθένας τη δουλειά του, γιατί η ώρα περνούσε και ο εχθρός είχε ζυγώσει.
- Πρωτομάστορη, είπε το Βασιλόπουλο, έχω ένα σχέδιο για απόψε. Μα για να το επιτύχω, πρέπει εσύ να με βοηθήσεις.
- Πρόσταξε, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ό,τι θέλεις θα το κάνω.
- Ξέρω πως πούλησες το σπίτι σου και ό,τι είχες, για να πληρώσεις τεχνίτες και να μου φτιάσεις στόλο...
- Έκανα μονάχα το καθήκον μου, είπε απλά ο πρωτομάστορης.

Το Βασιλόπουλο του άπλωσε το χέρι.
- Σ' ευχαριστώ στ' όνομα της Πατρίδας, είπε συγκινημένος. Μα τώρα σου ζητώ να παρατήσεις τα καράβια σου. Έχω ανάγκη από κάτι πιο βιαστικό.
- Τα παράτησα, Αφέντη. Πες, τι θέλεις;
- Με το στρατό που έχω, δεν μπορώ να καταπιαστώ τακτικό πόλεμο. Λοιπόν, συλλογίστηκα να πέσω απόψε με τους στρατιώτες μου στο εχθρικό στρατόπεδο και να τους διώξω. Μα πρέπει γι' αυτό να περάσομε το ποτάμι.
- Και δεν έχεις καράβια, Αφέντη, αυτό θες να πεις;
- Σκέφθηκα πως πρέπει να μου φτιάσεις μια πρόχειρη γέφυρα... άρχισε το Βασιλόπουλο.
Αλλά ο πρωτομάστορης τον διέκοψε.
- Την έχω μισοέτοιμη, είπε. Το Βασιλόπουλο απόρησε.
- Ποιος σου είπε να την κάνεις; ρώτησε.
- Ο κουλός, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης.
Και διηγήθηκε στο Βασιλόπουλο τα λόγια που είχε ανταλλάξει με το ναύτη.
- Σου έφτιαξα λοιπόν πολλές πλωτές, εξακολούθησε. Την ώρα που διατάξεις, σιωπηλά και ήσυχα θα δέσομε τις πλωτές τη μια με την άλλη, και ο στρατός ολόκληρος θα περάσει.
- Πού είναι ο ναύτης; ρώτησε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. Θέλω αμέσως να του μιλήσω!
- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Από την ώρα που ανέβηκε το ποτάμι, δεν τον είδα πια. Το πληγωμένο παλικάρι βρέθηκε μέσα στις φελούκες του, μα ο ναύτης δε βρέθηκε.
- Δε σου είπε πού πήγαινε, σαν τον ρώτησες;
- Όχι. Είπε μόνο: «Μυστική υπηρεσία του Κράτους»! Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.
- Και ο Πολύδωρος δε σου είπε τίποτα;
- Δεν πρόφθασε, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ήταν αναίσθητος σαν τον κατέβασα στη στεριά και βουτηγμένος στο αίμα. Δοκίμασα να τον συνεφέρω, μα δεν άνοιξε τα μάτια του. Μουρμούρισε μόνο τ' όνομα σου δυο φορές και ξεψύχησε.
- Σα γυρίσει ο κουλός απόψε, θέλω να τον δω, είπε, μα το βράδυ ο κουλός δε γύρισε.
Είχε νυχτώσει καλά. Όλα ήταν έτοιμα. Το Βασιλόπουλο είχε κατατάξει τους στρατιώτες του, αφού τους μοίρασε τα όπλα καθώς και όλα τα δρεπάνια, τις τσάπες και όσα άλλα εργαλεία του είχαν φέρει οι χωρικοί. Με χαμηλή φωνή έδινε τις τελευταίες του οδηγίες, ενόσω στο ποτάμι ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του σιωπηλά έδενε τις πλωτές τη μια με την άλλη και τις στερέωνε στις δυο όχθες. Το Βασιλόπουλο έδωσε το σύνθημα, και πρώτος πάτησε τη γέφυρα και πέρασε στο αντικρινό μέρος. Το εχθρικό στρατόπεδο κοιμούνταν ησυχότατο.
Ο θείος Βασιλιάς είχε φθάσει ως το ποτάμι χωρίς ν' απαντήσει στρατιώτη. Μπροστά του οι κάτοικοι έφευγαν, κοπάδια τρομαγμένα, και παρατούσαν τα χωριά τους που τα έκαιαν οι εχθροί, αφού κατάκλεβαν από τα σπίτια ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν. Κανένα λόγο για ν' ανησυχήσει δεν μπορούσε να έχει ο θείος Βασιλιάς, ούτε οι στρατιώτες του. Και κουρασμένοι από το δρόμο που είχαν κάνει εκείνη την ημέρα, κοιμούνταν βαριά, χωρίς καν να σκεφθούν να βάλουν φρουρούς. Το Βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως πόσο μπορούσε να ωφεληθεί από αυτή την αμέλεια. Σιωπηλά, πνίγοντας τον κρότο των βημάτων τους, οι Μοιρολάτρες περίζωσαν το στρατόπεδο, και βαστώντας την αναπνοή τους περίμεναν το σύνθημα. Έξαφνα έλαμψε μια φωτιά κοντά στο ποτάμι. Στο σημείο αυτό, πρώτο το Βασιλόπουλο ξεσπάθωσε και ρίχθηκε καταπάνω στους εχθρούς, και απ' όλες τις μεριές μαζί, αλαλάζοντας, τον ακολούθησαν οι στρατιώτες. Οι εχθροί ξύπνησαν τρομαγμένοι από τις φωνές.
Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έτρεχε, και οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου πρόφθασαν κι έσφαξαν καμπόσους, πριν σκεφθούν αυτοί να διαφεντευθούν. Δεν άργησαν όμως ν' αντιληφθούν πως κάποιος άγνωστος εχθρός τους χτυπούσε κι έτρεξαν στα όπλα. Μα δεν ήταν εύκολο να τα βρουν στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας. Και στο μεταξύ, οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου, με τα μακριά τους δρεπάνια, θέριζαν τους άντρες που έπεφταν σα στάχυα.
Πανικός έπιασε τους εχθρούς, και θέλησαν να τρέξουν κατά τον κάμπο, με την ελπίδα να σωθούν. Μα το Βασιλόπουλο φύλαγε, και με μερικούς διαλεχτούς στρατιώτες έπεσε καταπάνω τους και σκότωσε τόσους πολλούς, που το αίμα έτρεχε ποτάμι.
- Εμπρός! Εμπρός! φώναζε το Βασιλόπουλο. Εμπρός! Το Βασιλιά τους να πιάσομε.
Και με το σπαθί στο χέρι έτρεξε στη σκηνή του θείου Βασιλιά. Μα ο Άρχοντας ήταν παλικαράς. Τόσο εύκολα δεν παραδίνουνταν. Με τις πρώτες φωνές ξύπνησε, άρπαξε ευθύς τα όπλα του και θέλησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του. Ο κυρ-Λαγόκαρδος όμως, από την τρεμούλα που τον έπιασε, δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του και κάθησε χάμω.
- Πιάσε το σπαθί σου, δειλέ! του φώναξε άγρια ο σύμμαχος του. Πάρε τ' άρματα σου και ακολούθα με! Εσύ με πήρες στο λαιμό σου και με παρέσυρες να κάνω τούτο τον πόλεμο. Έβγα τώρα και πολέμα μαζί μου.
Μα ο κυρ-Λαγόκαρδος ούτε να κουνήσει δεν μπορούσε, και ο θείος Βασιλιάς τον κλώτσησε με θυμό και αηδία και βγήκε από τη σκηνή του. Βλέποντας τους στρατιώτες του να φεύγουν, ο θυμός του έγινε μανία και άρχισε να τους χτυπά με το κοντάρι του. Κατόρθωσε να μαζέψει μερικούς και θέλησε ν' αντισταθεί, φωνάζοντας:
- Άνανδροι! Πού τρέχετε σαν τ' αρνιά που τα κυνηγάει ο λύκος; Γυρνάτε πίσω! Ελάτε γύρω στο Βασιλιά σας, να δείτε αν ξέρει αυτός να πολεμήσει και να σας προστατέψει!
Με τις φωνές του σταμάτησε ακόμα μερικούς.
- Στο ποτάμι τώρα! πρόσταξε. Όπως πέρασαν αυτοί το νερό, θα το περάσομε κι εμείς. Και οταν μας δουν να φθάνομε στα σπίτια τους, θα σκορπίσουν σα σπουργίτια! Εμπρός, παιδιά! Στο ποτάμι!
Μα το Βασιλόπουλο τον είδε. Αντιλήφθηκε αμέσως τι πανωλεθρία θ' ακολουθούσε, αν περνούσαν οι εχθροί στην αριστερή όχθη, όπου δεν έμενε ούτε ένας στρατιώτης. Με τους διαλεχτούς του έτρεξε στη γέφυρα κι έφθασε την ώρα που τσάκιζε το μικρό σώμα που τη φύλαγε, και οι πρώτοι εχθροί πηδούσαν στις πλωτές.
- Σπάσε τη γέφυρα! Πρωτομάστορη, κόψε τα σκοινιά! βροντοφώνησε. Και αν κανένας από τους δικούς μας θελήσει να φύγει, ας τον πνίξει το ποτάμι!

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Πολύδωρος και Μονοχέρης


Γέφυρες ευφυούς συνεργασίας και αρμονίας
Όλην εκείνην την ημέρα η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» είχαν πάγει κι έλθει πολλές φορές από τη μιαν ακροποταμιά στην άλλη, περνώντας τους χωρικούς της πεδιάδας, που έφευγαν εμπρός στον εχθρό.
Αφού πέρασε και τον τελευταίο, ο κουλός αντί να δέσει τις φελούκες του στη στεριά και να ξαπλωθεί στην «κάμαρα» του, όπως το συνήθιζε, άρχισε ν' ανεβαίνει τον ποταμό, σπρώχνοντας τις φελούκες του με το κοντάρι. Ο πρωτομάστορης Αμοιράκος, που δούλευε στο νερό κοντά, τον είδε και τον φώναξε:
- Για πού, πατριώτη;
- Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο κουλός.
Και πρόσθεσε:
- Για τους ήσυχους καιρούς δουλεύεις, παραφέντη;
- Πού ξέρεις εσύ τι κάνω; ρώτησε ο πρωτομάστορης.
- Και αμέ στραβός είμαι; Δε βλέπω τάχα πως φτιάνεις θεόρατα καράβια;
- Και για ήσυχους καιρούς, λες, είναι αυτά;
- Και βέβαια είναι, αφού ως το βράδυ δεν τα τελειώνεις, και πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι μουσαφίρηδες θα είναι αντίκρυ στρωμένοι.
Ο πρωτομάστορης παράτησε τη δουλειά του και πλησίασε το νερό.
- Ξέρεις πως είπες κάτι πολύ σωστό; έκανε σοβαρά.
- Με κολακεύεις, πατριώτη, αποκρίθηκε ο κουλός, ανεβαίνοντας στην πλώρη και σέρνοντας πίσω του το κοντάρι.
Ο πρωτομάστορης ήταν συλλογισμένος.
- Λοιπόν τι λες να κάνω; ρώτησε έξαφνα.
- Γέφυρα, αποκρίθηκε ο κουλός.
- Γέφυρα; Και φαντάζεσαι πως η γέφυρα γίνεται σε τρεις ώρες;
Ο κουλός πήρε το σκοινί του και του το έδειξε.
- Με αυτό, είπε.
Κι δείχνοντας τους κομμένους κορμούς που στοιβάζουνταν στην όχθη, έτοιμοι να πελεκηθούν:
- Και με αυτά, πρόσθεσε.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Πανικός


Ασπίδες  ψυχραιμίας  νηφαλιότητος  και  γενναιότητος
Κοπάδια κατέβαιναν από τα χωριά οι άνθρωποι κι έτρεχαν στη χώρα χωρίς σκοπό, ξετρελαμένοι από φόβο. Το Βασιλόπουλο γύρευε να τους σταματήσει, μα ο πανικός τους έκανε κουφούς και τυφλούς.
- Δεν έχομε Βασιλιά! Δεν έχομε Πατρίδα! έλεγαν. Και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. Έφθασε το Βασιλόπουλο στο παλάτι. Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές. Η οικογένεια του Βασιλιά, μαζεμένη στην τραπεζαρία, έμοιαζε σαν κοπάδι τρομαγμένες χήνες. Όλες οι γυναίκες φώναζαν μαζί, ο Βασιλιάς, με το μανδύα του τυλιγμένο στο μπράτσο, έδινε οδηγίες σε φανταστικούς υπηρέτες, να κλείσουν τα παράθυρα, να συμμαζέψουν τα πράγματα, και άλλα παρόμοια. Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά. Και, σέρνοντας ένα σεντούκι, ο Πολύκαρπος γύριζε κάθε λίγο και την κοίταζε, και απελπίζουνταν που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.
- Τι είναι αυτά; Τι κακό γίνεται δω; βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο.
Όλοι γύρισαν. Οι γυναίκες έπαυσαν τα ξεφωνητά, η Ειρηνούλα έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του, ο Βασιλιάς αναστέναξε με ανακούφιση, και ο Πολύκαρπος παράτησε το σεντούκι.
- Τι τρέχει; Γιατί αυτή η σύγχιση; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.
Και η ζεστή φωνή του δέσποζε μέσα στην αναμπαμπούλα, και καθησύχαζε κάθε τρομαγμένη καρδιά.
- Αχ, γιε μου! Πού έφυγες! είπε με παράπονο ο Βασιλιάς. Τέτοιες ώρες βρίσκεις να ξεπορτίζεις;
- Και να μας αφήνεις ολομόναχους να φύγομε στα ξένα! πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα.
- Τι; φώναξε το Βασιλόπουλο. Ποιος μιλά για φευγιό;
- Μας είχες αφήσει, γιε μου, δικαιολογήθηκε ο Βασιλιάς, και δεν ξέραμε τι να κάνομε και πού να πάμε...
- Όλος ο κόσμος φεύγει, θα φύγομε κι εμείς, πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα.
- Δε θα φύγει κανένας! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο.
- Δε θα μας εμποδίσεις εσύ βέβαια! ξεφώνισε η Πικρόχολη.
- Δε θα φύγει κανένας! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Εσείς οι γυναίκες, να πάτε στα δωμάτια σας. Και συ, πατέρα μου, έλα κάτω μαζί μου. Είναι ανάγκη να παρουσιαστείς αυτή τη στιγμή.
- Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε φοβισμένα ο Βασιλιάς.
- Στη χώρα, για να μας δει όλος ο τρομαγμένος πληθυσμός και να μας ακολουθήσει.
- Πού να μας ακολουθήσει;
Μα πριν προφθάσει το Βασιλόπουλο ν' αποκριθεί, κατρακύλησε μέσα ο πρωτοβεστιάριος. Τα κρεμαστά του μάγουλα ήταν κατακόκκινα και πυρωμένα, και τα μάτια του πεταμένα έξω από το κεφάλι του.
- Αφέντη! Αφέντη! Ο εχθρός καίει τη χώρα στο αντικρινό μέρος του ποταμού, έβαλε φωτιά στα δάση, όλη εκείνη η πεδιάδα καταστρέφεται! Ο κόσμος, μαζεμένος στον ποταμό και στην πλατεία, φωνάζει και βρίζει που δε βγαίνεις να τους οδηγήσεις, να βοηθήσεις τους αδελφούς τους, που κινδυνεύουν στην πέρα όχθη! Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί! Θα φθάσει στο ποτάμι...
Ο Βασιλιάς γύρισε στο γιο του απελπισμένος.
- Τόσο το καλύτερο! είπε το Βασιλόπουλο με σφιγμένα δόντια.
- Παιδί μου! Τι λες! Χάνομε το μισό μας βασίλειο! αναφώνησε ο Βασιλιάς.
- Τόσο το καλύτερο! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Τώρα φθάνει το χτένι στον κόμπο! Τώρα νιώθομε πού μας τσούζει.
- Μα βρίζουν το θρόνο! Το Κράτος χάνεται! Σηκώθηκε επανάσταση στη χώρα... μούγκρισε ο πρωτοβεστιάριος. Δε θέλουν πια τη βασιλεία...
- Ποιος σκέπτεται θρόνο και βασιλεία! φώναξε το Βασιλόπουλο. Το έθνος ζει, το έθνος ξυπνά επιτέλους, και σύσσωμο θα σηκωθεί, να πλακώσει τους εχθρούς που ποδοπατούν τη χώρα του! Πατέρα, έλα τώρα!
Και σέρνοντας το Βασιλιά από το μπράτσο, τρεχάτος κατέβηκε το βουνό.

Χωροφύλακας, ή ξυλοκόπος;



Χωροφύλακας, ή ξυλοκόπος σε Ηριδανούς ποταμούς ιστορικούς
ή.... κάτι άλλο;

Εκεί τον βρήκε η Ειρηνούλα, πρωί-πρωί, καθώς πήγαινε στο δάσος. Τον ξύπνησε και μαζί κατέβηκαν. Την ρώτησε αν είχε άλλα νέα.
- Όχι, του αποκρίθηκε. Οι εχθροί δε φάνηκαν ακόμα στον ποταμό.
- Ο Θεός να δώσει! είπε το Βασιλόπουλο από μέσα από την καρδιά του. Για μας, κάθε ώρα είναι κέρδος.
Σκότωσε με τη σφενδόνα του κουνέλια και αγριόπουλα, και τα μοίρασε σε δυο μάτσα. Μοίρασε και τ' αυγά, και πήρε τα μισά στο μαντίλι του.
- Κάτω εκεί, στου Κακομοιρίδη το σπίτι, θα στρωθεί σήμερα μεγάλο τραπέζι, και πρέπει κι εκεί να πάγω φαγί, είπε της αδελφής του.
Και της διηγήθηκε πως πήγε και βρήκε τον αδελφό του Κακομοιρίδη, που δούλευε τώρα και αυτός να φτιάσει όπλα, και πως μερικά αλητόπαιδα ήταν να έλθουν να δουλέψουν στο μεταλλείο και να πληρωθούν με το φαγί που θα τους έφερνε.
- Τι ωραία! είπε η Ειρηνούλα συγκινημένη. Έτσι τρέφεις ένα πλήθος πεινασμένους και συνάμα τους μαθαίνεις να δουλεύουν για να μη ζητιανεύουν.
- Μα αυτό γυρεύω ίσα-ίσα, αποκρίθηκε απλά το Βασιλόπουλο, να ξαναμάθει ο κόσμος να δουλεύει.
Αποχαιρέτησε την αδελφή του και κατέβηκε τρεχάτος στη χώρα. Πήγε στου δασκάλου, έκανε το μάθημα του και άφησε δυο πουλιά για πληρωμή. Ύστερα τράβηξε στου Κακομοιρίδη. Τους βρήκε όλους στη δουλειά. Γύρω στους τοίχους της κάμαρας κρέμουνταν διάφορα νεόφτιαστα όπλα.
- Καλή αρχή! είπε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ο εχθρός δε φαίνεται ακόμα να πλησιάζει. Θάρρος! Θα γίνουν τα όπλα.
Και αφού παρέδωσε το κυνήγι στην κόρη του Κακομοιρίδη, σήκωσε τα μανίκια του κι έπιασε το σφυρί και την τσιμπίδα. Έξαφνα όμως ακούστηκαν έξω φωνές. Το Βασιλόπουλο παράτησε τα εργαλεία του, βγήκε τρεχάτος και είδε ένα από τα παιδιά του μεταλλείου, που πάλευε γενναία να σώσει τη φορτωμένη χειράμαξα του από δυο κλέφτες. Το Βασιλόπουλο αναγνώρισε τον αφιλόξενο άνθρωπο που τους είχε διώξει, με την Ειρηνούλα, από το κατώφλι του, και το παιδί του, που είχε κλέψει τ' ωρολόγι του Κακομοιρίδη.
- Παλιάνθρωπε! φώναξε και ρίχθηκε πάνω του, τον άρπαξε από το λαιμό και τον έστρωσε στο χώμα.
Ο Κακομοιρίδης, ακούοντας τις φωνές, βγήκε και αυτός κι έφθασε την ώρα που το παιδί του κλέφτη ξέκοβε στο δάσος. Το κυνήγησε, το έπιασε και το έφερε πίσω με τις σπρωξιές.
- Δώστε μου ένα σκοινί! φώναξε το Βασιλόπουλο.
Και με τη βοήθεια του Κακομοιρίδη, τους έδεσε πισθάγκωνα, και μαζί γύρισαν στο σιδηρουργείο σπρώχνοντας μπροστά τους δυο κλέφτες. Το Βασιλόπουλο άφησε απ' έξω το κλεφτόπαιδο, με το γερο-Κακομοιρίδη να το φυλάγει.
- Είναι αμαρτία αυτό που κάνετε! φώναξε ο κλέφτης. Τι μας δέσατε τα χέρια σαν κακούργους, αντί να δείρετε αυτό το παλιόπαιδο που γύρευε να ζημιώσει καλούς και ήσυχους νοικοκυρέους;
- Αυτό θα το δούμε αργότερα, είπε το Βασιλόπουλο. Τώρα πες μου πώς σε λένε.
Έξαφνα ο κλέφτης θυμήθηκε το πρόσωπο του Βασιλόπουλου και αναστέναξε με ανακούφιση. Από ένα τέτοιο παιδί τι είχε να φοβηθεί;
- Μπα! είπε χαρούμενος. Εσύ είσαι, παλικάρι, που ήλθες προχθές και χτύπησες την πόρτα μου; Και τι γίνεται η κοπελίτσα που ήταν μαζί σου; Αδελφή σου δεν είναι;
- Και αυτό θα μείνει για αργότερα. Τώρα πες μου τ' όνομα σου.
- Με λένε Κατεργαρίσκο. Μα δε βλέπω γιατί με ρωτάς εμένα εκείνα που θα έπρεπε να ζητήσεις αυτουνού που γύρευε να μας ζημιώσει...
- Θα τον ρωτήσω και αυτόν ύστερα. Τώρα πες μου εσύ, γιατί προσπάθησες να πάρεις τη φορτωμένη χειράμαξα;
- Μα δεν είναι έτσι τα πράματα, παλικάρι μου, είπε ο άνθρωπος, με αλεπουδίσιο χαμόγελο. Άφησε με να σου πω τι έγινε. Εγώ δούλευα στο δάσος, έσκαβα κι έβγαζα... αυτά, πώς τα λένε... πέτρες. Και το παιδί μου ήταν εκεί και με βοηθούσε. Σα γέμισα λοιπόν το αμαξάκι, είπα στο παιδί μου να το πάγει στο σπίτι...
- Τι τις ήθελες τις πέτρες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Να χτίσω ένα κοταριό, να σε χαρώ, γιατί το δικό μου γκρέμισε. Λοιπόν άκουσα φωνές, βγήκα έξω και είδα το παιδί αυτό που γύρευε να κλέψει τις πέτρες από το γιο μου, και το έριξα κάτω για να γλιτώσω το πράμα μου. Να, παλικάρι μου, η ιστορία πώς είναι, να σε χαρώ! Λύσε μου τα χέρια μου, γιατί μούδιασαν έτσι δεμένα.
- Στάσου εκεί τώρα, έχομε και άλλον ν' ακούσομε πριν σε λύσομε, είπε το Βασιλόπουλο.
Και φώναξε το γερο-Κακομοιρίδη, που για να μη χάνει καιρό γυάλιζε ένα σπαθί φυλάγοντας το κλεφτόπαιδο.
- Φερ' τον μέσα, γέρο, είπε.
Και ρώτησε το αγόρι:
- Πώς σε λένε και τι συνέβηκε;
- Με λένε Μήτσο, αποκρίθηκε τρέμοντας το παιδί, και μυστικά έκανε νόημα του πατέρα του πως δεν ήξερε τι να πει.
Το Βασιλόπουλο το αντιλήφθηκε, και ανάγκασε τον Κατεργαρίσκο να γυρίσει την πλάτη.
- Πες, παιδί μου, δεν πήγαινες... άρχισε ο κλέφτης.
- Εσύ να σωπάσεις ή σου στουμπώνω το στόμα! φώναξε το Βασιλόπουλο.
- Μα, παλικάρι μου, θέλω μόνο την αλήθεια να πει το παιδί μου, να πιστέψετε πως πήγαινε...
Μα πριν προφθάσει να πει περισσότερα, ο Κακομοιρίδης του είχε δέσει το στόμα μ' ένα πεσκίρι.
- Ναι, είπε ο Μήτσος νομίζοντας πως κατάλαβε την έννοια του πατέρα του, πήγαινα να βοηθήσω το παιδί που έσερνε το φορτωμένο αμαξάκι...
Με μια κλωτσιά στο πάτωμα ο πατέρας του τον σταμάτησε.
- Θέλω να πω, πως πήγαινα τις πέτρες στη χώρα για να τις πουλήσω του πρωτομάστ...
Άλλη μια κλωτσιά στο πάτωμα, και το παιδί τα έχασε ολότελα και άρχισε τα κλάματα.
- Φθάνει, είπε το Βασιλόπουλο. Και φώναξε το παιδί του μεταλλείου:
- Λέγε, Θάνο, τι έτρεξε;
- Γύριζα από τα πηγάδια με το σίδερο, είπε ο Θάνος, και βγήκε αυτός από το δάσος και μου άρπαξε τη χειράμαξα. Φώναξα πως ήταν ξένο πράμα, μα την ίδια ώρα έφθασε ο άλλος, μ' έριξε χάμω και θα έπαιρνε το αμαξάκι αν δεν έφθανες εσύ.
- Τ' άκουσες, κυρ-Κατεργαρίσκο; είπε το Βασιλόπουλο. Δεν ήξερες βέβαια πως η χειράμαξα είναι δική μας, και πως το παιδί αυτό δουλεύει στο συνεργείο μας, ειδεμή θα έβρισκες άλλην εξήγηση να μας δώσεις. Και συ, Μήτσο, εξακολούθησε γυρνώντας στο κλεφτόπαιδο, τώρα που έχεις την καλή τύχη να ξανανταμώσεις τον κυρ-Κακομοιρίδη, δεν του δίνεις πίσω τ' ωρολόγι του, που το φυλάγεις τώρα τόσες μέρες στον κόρφο σου;
Όλοι παραξενεύθηκαν με τα λόγια του Βασιλόπουλου. Μόνος ο Κατεργαρίσκος κατάλαβε, του λύθηκαν τα γόνατα κι έπεσε σε μια καρέγλα. Το Βασιλόπουλο πήρε από την τσέπη του κλέφτη το ασημένιο ωρολόγι με την αλυσίδα του και τα έδωσε του Κακομοιρίδη.
- Τ' ωρολόγι μου! αναφώνησε χαρούμενος ο σιδεράς. Πώς βρέθηκε σ' αυτουνού την τσέπη;
Με δυο λόγια το Βασιλόπουλο του διηγήθηκε τι είχε ακούσει και δει από μέσα από τα ερείπια, πίσω από το σπίτι του κλέφτη.
- Και τώρα, είπε, εμπρός! Περπατάτε!
Τους πήγε πισθάγκωνα δεμένους στη φυλακή, και βρήκε το δεσμοφύλακα που κουβέντιαζε στην πόρτα ενός καφενείου μ' ένα παλικάρι. Με δυσαρέσκεια αναγνώρισε το Βασιλόπουλο τον πιωμένο νέο με τα γυαλιστερά μάτια, που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια εναντίον του Βασιλιά. Και αυτός τον αναγνώρισε, και ρώτησε ειρωνικά:
- Ε, πατριώτη, βγήκε ο γιος του Βασιλιά;
Το Βασιλόπουλο δεν αποκρίθηκε. Ζήτησε τα κλειδιά, και ο δεσμοφύλακας του τα έδωσε και τον χαιρέτησε ως κάτω. Ύστερα πήγε στο αντικρινό μέρος της πλατείας όπου ήταν οι φυλακές, άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μέσα τους κλέφτες. Ο νέος και ο δεσμοφύλακας το κοίταζαν που πήγαινε.
- Δε μου λες, γιατί υποκλίθηκες τόσο βαθιά, σαν του έδωσες τα, κλειδιά; ρώτησε ο νέος. Ποιος είναι;
- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας. Μα αυτός υποχρέωσε τον κυρ-Λαγόκαρδο να βγάλει τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, ενώ ο ίδιος ο Λαγόκαρδος τον είχε καταδικάσει.
- Τι λες, καλέ! είπε ο νέος.
Κι εξακολούθησε περιφρονητικά:
- Κανένας παλατιανός και αυτός... σαν όλους...
- Όχι, βέβαια! είπε ο δεσμοφύλακας. Παλατιανός ήταν εκείνος που ζήτησε την καταδίκη του Κακομοιρίδη. Πουλημένος στους παλατιανούς ήταν ο κυρ-Λαγόκαρδος που καταδίκασε τον αθώο άνθρωπο. Μα τούτος!... Να τον έβλεπες! Με το καμτσίκι οδηγούσε τον κυρ-Λαγόκαρδο, και τον υποχρέωσε να βγάλει τον καταδικασμένο από τη φυλακή.
- Με τι, είπες;
- Με το καμτσίκι! επανέλαβε ο δεσμοφύλακας. Το Βασιλόπουλο κλείδωσε την πόρτα της φυλακής, έφερε πίσω τα κλειδιά και γύρισε να φύγει.
- Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός; μουρμούρισε ο νέος. Και από μακριά τον ακολούθησε.
Περνώντας από του Αμοιράκου του πρωτομάστορη, θέλησε το Βασιλόπουλο ν' ανέβει να τον ρωτήσει αν είχε πιάσει δουλειά.
- Δεν είναι απάνω ο πρωτομάστορης, του φώναξε ο κουντουράς της γωνιάς. Βρίσκεται στο ποτάμι.
«Καλά!», σκέφθηκε χαρούμενο το Βασιλόπουλο. «Λοιπόν άρχισε δουλειά!» Γύρισε κατά το ποτάμι, μα περνώντας από το δάσος άκουσε ομιλίες. Μπήκε μέσα, και, ανάμεσα στα δέντρα, είδε δύο νέους που γύρευαν να σύρουν ένα μεγάλον κορμό, δεμένο με σκοινιά. Μα ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να τον κουνήσουν.
- Πού θέλετε να το πάτε αυτό; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Στό ποτάμι, όπου το θέλει ο παραφέντης, αποκρίθηκαν.
- Είναι αδύνατο να το σύρετε έτσι. Είναι πολύ μεγάλο.
- Τι να κάνομε; Το θέλει ο παραφέντης. Θα φτύσομε αίμα μα θα το σύρομε.
- Θα σπάσετε τα σκοινιά σας και δε θα κάνετε τίποτα. Άλλο τρόπο να βρούμε. Χρειάζονται ρόδες... Οι ξυλοκόποι γέλασαν.
- Μα έλα δα που δεν έχομε! είπαν. Το Βασιλόπουλο σκέφθηκε λίγο.
- Δώσ' μου το τσεκούρι σου, είπε.
Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια. Ύστερα τα τοποθέτησαν κάτω από τον κορμό, ζεύθηκαν και οι τρεις στα σκοινιά, και μαζί τον έσυραν. Ο κορμός κατρακύλησε σαν να ήταν σε τροχούς.
- Και όταν κυλήσει ο κορμός και βγει από το τελευταίο κατρακύλι, πάρτε το αυτό και βάλτε το πάλι μπροστά, τους είπε το Βασιλόπουλο. Έτσι θα τον πάτε ως το ποτάμι.
Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι.
- Δε φαντάζεσαι πόσο μας ευκόλυνες τη δουλειά μας, είπαν ξελαφρωμένοι, και πόσο θα ευχαριστηθεί ο παραφέντης, που θα προχωρήσει γρηγορώτερα η μεταφορά.
- Ποιος είναι ο παραφέντης σας; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Ο Αμοιράκος ο πρωτομάστορης.
- Και πώς έτυχε να δουλεύετε μαζί του; Ενόμιζα πως δεν έχει πια παραγιούς.
- Και δεν είχε. Μονάχος δούλευε από τον καιρό που πήγαν στραβά οι δουλειές του, αποκρίθηκε ο ένας νέος. Είχε κλείσει μάλιστα το εργαστήρι του. Μα πρέπει να πέτυχε καμιά καλή παραγγελία, γιατί πούλησε το σπίτι του και ό,τι είχε, και μας πήρε όλους, όσοι τεχνίτες μαραγκοί είμαστε στη χώρα, με καλή πληρωμή, για να δουλέψομε μέρα-νύχτα.
- Χαρά στον πατριώτη! φώναξε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο.
Κι έτρεξε κατά το ποτάμι. Περνώντας βιαστικά, σκουντούφλησε έναν άνθρωπο που στέκουνταν εκεί απαρατήρητος.
- Χωροφύλακας ή ξυλοκόπος; ρώτησε αυτός.
Το Βασιλόπουλο γύρισε και αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.
- Και τα δυο, αποκρίθηκε.
- Και τίποτε άλλο; ρώτησε ο νέος.
Το Βασιλόπουλο τον κοίταξε κατάματα. - Ναι, είπε, και κάτι άλλο. Κι έφυγε τρεχάτος.