O Παντελής Πρεβελάκης για τον Καζαντζάκη και το ποίημα της “Οδύσσειας”
«Δουλεύω, αγωνίζομαι, λυπούμαι, είμαι ανήσυχος, τίποτα απ’ ό,τι κάνω δε με χωρεί, είμαι απαρηγόρητος… Η ιδέα η αφηρημένη, η άσαρκη, η φιλοσοφική, δε μπορεί πια να χορτάσει την ψυχή μου τη σαρκοβόρα. Όλα καθαρά, άρτια είναι στο νου μου, μα μου λείπει η δύναμη να πηδήσω το φράχτη. Άραγε θα μπορέσω ποτέ; Αν όχι, η ζωή μου θα είναι βαθύτατη, αγιάτρευτη πικρία και προσπάθεια. Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν ποτέ θ’ αράξω στην Ιθάκη. Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι…»
Εκατό τριάντα ένα χρόνια από την γέννηση του μεγάλου Κρητικολάτρη συγγραφέα και στοχαστή (1883-1957) συμπληρώνουμε φέτος. Μαζί με τις διάφορες εκδηλώσεις αφιερωμένες στην μνήμη του και στο έργο του, μια καινούργια ευκαιρία δίδεται να ξαναπλησιάσουμε τον στοχασμό αυτού του κοσμογυρισμένου μονιά, την ευαισθησία του, τον αυθορμητισμό του, την ανθρωπιά του, και να ξαναδούμε το έργο του από μια άλλη οπτική γωνία.
Ας το κάνουμε αυτή τη φορά μέσα από το βιβλίο: “Ο Ν. Καζαντζάκης και το ποίημα της Οδύσσειας” (εκδ. 1958), του γνωστού συγγραφέα και Ακαδημαϊκού, του συμπατριώτη μας Παντελή Πρεβελάκη (1909-1986).
Ο Κρητικός Ακαδημαϊκός σ’ αυτό το βιβλίο του μας γνωρίζει τον ρωμαλέο πεζογράφο και ποιητή Ν. Καζαντζάκη, όχι μόνο με τον ενθουσιασμό του συμπατριώτη και τη συγκίνηση του φίλου, αλλά περισσότερο με την ιδιότητα του κριτικού και την βαθειά γνώση του μελετητή. «Ο λόγος του Πρεβελάκη» έγραφε ένας μελετητής, «μοιάζει με την ήρεμη επιφάνεια του μεγάλου ποταμού, που όμως κάτω απ’ αυτήν κρύβει την ορμητική ροή του». Και πραγματικά ένας τέτοιος λόγος ταίριαζε στον Καζαντζάκη, αφού τέτοια ήταν η ιδιοσυγκρασία του: Ένα ηφαίστειο, που για να δεις την δύναμή του πρέπει να κατέβεις βαθειά στον κρατήρα του. Και ακριβώς αυτό κάνει με την πέννα του και ο Πρεβελάκης. Διαβάζοντας το βιβλίο του, έχεις την αίσθηση πως κατεβαίνεις στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Και συμφωνείς ανεπιφύλακτα πως πραγματικά αυτό είναι το γνήσιο πορτραίτο του Καζαντζάκη.
Είναι αλήθεια πως μόνο μέσα από την “Οδύσσεια” μπορούμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον μεγάλο Κρητικό στοχαστή. Κι αυτό γιατί ο ήρωας ταυτίστηκε με τον δημιουργό, που δούλεψε τους στίχους του έργου του επίμονα, όχι μόνο σαν ένας λυρικός ποιητής που εξωτερικεύει προσωπικά του συναισθήματα και καταστάσεις, αλλά και σαν τεχνίτης που οικοδομεί τις τραγωδίες του με τον έμμετρο λόγο.
Το έπος της “Οδύσσειας” με τους 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους του, είναι το μοναδικό στην εποχή μας, μιας και το είδος έχει αντικατασταθεί πλέον από το μυθιστόρημα. Όμως, παράλληλα είναι και ένα έργο ζωής αφού ο συγγραφέας ξόδεψε γι’ αυτό 13 ολόκληρα χρόνια μόχθου (1924-1937). Κι ακόμα γιατί στην “Οδύσσεια” αυτή, Οδυσσέας είναι ο ίδιος ο Καζαντζάκης, αυτός ο οικουμενικός στοχαστής, αυτός ο παντοτινά διψασμένος ταξιδευτής στοn χρόνο, στην έρευνα και στην αμφιβολία.
Αυτό το μεγάλο ποίημα, που το έγραψε επτά φορές αποτελεί την αυτοβιογραφία του και το πορτραίτο των αναζητήσεών του στους χώρους της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της πολιτικής, της διανόησης, της θρησκείας και της Τέχνης.
Η πρώτη γραφή της “Οδύσσειας” ξεκίνησε στο Ηράκλειο το 1924 και ολοκληρώθηκε στην Αίγινα το 1927. Η δεύτερη άρχισε μετά το ταξίδι στη Ρωσία το 1929. Η τρίτη τελείωσε τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου του 1931, αλλά της αφιέρωσε ακόμα αρκετό καιρό, μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1932, για να την καθαρογράψει.
Ο Καζαντζάκης μπήκε στην τέταρτη γραφή της “Οδύσσειας” στις 23 Απριλίου του 1933 και ύστερα από τρεις ολόκληρους μήνες, μέχρι τις 24 Ιουλίου 1933, ετοίμαζε το γεμάτο με νέες εμπειρίες και βιώματα κείμενό του. Αλλά χωρίς να είναι ολότελα αναπαυμένος. Γι’ αυτό θα συνεχίσει. Η πέμπτη γραφή μπαίνει μπροστά το φθινόπωρο του 1935. Αφιέρωσε όλο το χειμώνα στο γράψιμο, και με τον ερχομό της άνοιξης του 1936 κοντεύει πια στο τέλος της. Η έκτη, προτελευταία γραφή του έπους, είχε 42.500 στίχους, γεμάτους από τις νέες φρικτές εμπειρίες του εμφυλίου της Ισπανίας, και του θανάτου των δικών του. Αυτές οι φριχτές στιγμές τον άγγιξαν βαθειά «ως τους πιο κρυμμένους ιστούς». Και έτσι «οπλισμένος και ματωμένος» προχωρεί στην πραγμάτωση του αρχικού σκοπού: Να φτάσει την “Οδύσσεια” στις εφτά γραφές.
Έφτασε η στιγμή της πραγμάτωσης. Θα διαρκέσει εφτά ολόκληρους μήνες: Από τον Μάιο ως τον Νοέμβριο του 1938. Κόπιασε πολύ για να περιορίσει τους στίχους της στους 33.333. Και τα Χριστούγεννα του 1938 το δημιούργημά του είναι πια έτοιμο, να δοθεί στον κόσμο και στην Ιστορία.
Η φλόγα της αναζήτησης, που ασίγαστη πάντα έκαιγε μέσα του, τον ωθούσε κάθε τι που ανακάλυπτε να το χρησιμοποιεί σαν μια αφετηρία για καινούργια, δημιουργικά και γόνιμα ξεκινήματα. Και η σωστή γραφή του Πρεβελάκη, αυτόν ακριβώς τον Καζαντζάκη θέλει να μας παρουσιάσει: τον μεγάλο και μεθοδικό ανιχνευτή των συγκινήσεων και των ιδεών. «Κάτω από τον ποιητή βρισκότανε θαμμένος ο Μυσταγωγός», γράφει, «που είχε για επάγγελμα το πάθος του..».
Και ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα εξομολογηθεί το 1923: «Δουλεύω, αγωνίζομαι, λυπούμαι, είμαι ανήσυχος, τίποτα απ’ ό,τι κάνω δε με χωρεί, είμαι απαρηγόρητος… Η ιδέα η αφηρημένη, η άσαρκη, η φιλοσοφική, δε μπορεί πια να χορτάσει την ψυχή μου τη σαρκοβόρα. Όλα καθαρά, άρτια είναι στο νου μου, μα μου λείπει η δύναμη να πηδήσω το φράχτη. Άραγε θα μπορέσω ποτέ; Αν όχι, η ζωή μου θα είναι βαθύτατη, αγιάτρευτη πικρία και προσπάθεια. Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν ποτέ θ’ αράξω στην Ιθάκη. Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι…»
Είναι η εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων και προσανατολισμών. Αγωνίζεται μόνος στο πεδίο των προφητικών εμπνεύσεων, δοκιμάζοντας την δύναμη του λόγου του. Είναι τα κρίσιμα χρόνια που ο Καζαντζάκης περιπλανιέται στην Ευρώπη, μοιράζοντας τις αναζητήσεις του ανάμεσα στη Βιέννη και στο Βερολίνο, έχοντας στα σκαριά την “Ασκητική” και τον “Βούδα”.
«Φέβγω, ταξιδέβω» γράφει τον Αύγουστο του 1922 στη Γαλάτεια. «Όχι για ταξίδια αναψυχής, το νοιώθεις. Μέσα μου έχω φοβερές αγωνίες, μου φαίνεται θα πεθάνω αν μείνω πολύ σ’ ένα μέρος. Πρέπει να μετατοπιστώ για να βρω λίγο από τον εαυτόν μου, να ξεχάσω τη φριχτή εντολή που έδωσα στον εαυτόν μου, και δεν μπορώ να εχτελέσω…».
Όταν αποσύρεται για να συγγράψει την “Οδύσσεια” έχει κιόλας αποφασίσει για την ταυτότητα του ήρωά του. Δεν θα ήταν ο μυθικός ήρωας της αρχαιότητας βέβαια. Μα ούτε και ένας νέος εθνικός ήρωας. Θα ήταν ένας ήρωας αλλιώτικος, ένας αντάρτης, που θα είχε για στίβο του αγώνα του τη γη, κι όχι ένα συγκεκριμένο τόπο. Μόχθο του θα είχε την απεγνωσμένη πειρατεία, και κλίμα της ψυχής του την απέραντη μοναξιά! Θα ήταν ένας Οδυσσέας αντι-Ομηρικός, που σε τίποτα δεν θα θύμιζε τον ήρωα του αρχαίου συγγραφέα. Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη συγγενεύει αναμφίβολα με τον Οδυσσέα του Δάντη, αθεράπευτα κοσμογυριστής κι αυτός όπως τον ήρωα του Ιταλού δημιουργού.