Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Μυθολογικά Ερωτήματα


ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

    Σε έναν πίνακα του κουβανού καλλιτέχνη Pedro Alvarez με τίτλο Το τέλος του embargo (1997), ένα μεγάλο αμερικάνικο αυτοκίνητο μπλε χρώματος, στο κέντρο του πίνακα και σε σχετική συμφωνία με τον μπλε ουρανό, περνάει από μια φτωχογειτονιά της Αβάνας. Μέσα στο αυτοκίνητο και δίπλα σε αυτό κάθονται ιθαγενείς, ντόπιοι, με τις τοπικές ενδυμασίες οι άνδρες, με τα ρούχα των αποικιοκρατών οι γυναίκες. Μπροστά από το μεγάλο αυτοκίνητο ένα παιδί οδηγεί ένα παιδικό αμερικάνικο κόκκινο αυτοκίνητο, ενώ ένας κύριος που θυμίζει βενζινοπώλη βγαλμένο από αμερικάνικη ταινία. Δίπλα στο αυτοκίνητο στέκεται και κοιτάζει τον θεατή η πολύ γνωστή και φιλική φυσιογνωμία του Μίκυ Μάους, ενώ ένας ιππότης σηκώνει ψηλά το ιερό δισκοπότηρο προσφέροντάς το, προφανώς τη θεία κοινωνία, σε δύο γυναίκες, η μία κρατά ένα μωρό στο χέρι της. (Εικ. 71) Στον πίνακα συνυπάρχουν οι «μύθοι» της δυτικής κοινωνίας, ο Μίκυ και οι ιππότες της στρογγυλής τράπεζας που αναζητούσαν το ιερό γκράαλ, το ιερό δισκοπότηρο, καθώς και ο νέος μύθος της ευημερίας, ο οποίος καταφέρνει να «χώσει» τους πάντες στο ίδιο ιδεολογικό καζάνι -το ντόπιο στοιχείο μένει ως φολκλόρ. Ακόμη και τα χρώματα του πίνακα, το μπλε και το κόκκινο, παραπέμπουν στην κουβανέζικη σημαία, που υπάρχει στον πίνακα, όμως το ιδεολογικό πλαίσιο του έργου ανασύρει στη σκέψη την όμοια χρωματικά αμερικάνικη σημαία. Εξάλλου, ο τίτλος δημιουργεί μια αισιοδοξία: τελείωσε το εμπάργκο, τώρα τα προϊόντα θα εισάγονται σωρηδόν, οι πολίτες θα βιώσουν το όνειρο των δυτικών κοινωνιών.
    Την ίδια χρονιά ένας νιγηριανός ζωγράφος, ο Yinka Shonibare, είχε απεικονίσει έναν μαύρο με την επίσημη ενδυμασία και με την χαρακτηριστική περούκα ενός αποικιοκράτη του 19ου αι., να στήνεται περήφανα μέσα σε ένα περιβάλλον που αποπνέει πολυτέλεια, μιμούμενος ένα στυλ.[34] (Εικ. 72)
    Και τα δύο έργα αποτελούν ένα σχόλιο για την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της σύμμειξης αλλά όχι αφομοιωτικής αλληλεπίδρασης πολιτισμών, για την παγκοσμιοποίηση με την έννοια της επικυριαρχίας του οικονομικά ισχυρού και των συμβόλων του και, τελικά, την κυριαρχία ενός πολιτισμικού ολοκληρωτισμού και μιας ομογενοποιημένης καλλιτεχνικής γλώσσας που οροθετεί δυτικότροπα την ταυτότητα του άλλου, υπονομεύοντας την ουσία του πολυπολιτισμικού και καθιστώντας δύσκολη -ελπίζουμε όχι αδύνατη- την επιβίωση και την έκφραση οποιασδήποτε πνευματικής «μειονότητας», προϋπόθεση και ζητούμενο κάθε δημοκρατίας. Η «τσαγιέρα» μέσα στην οποία λιώνουν διαλεκτικά οι πολιτισμοί φαίνεται να υπερθερμαίνεται από τη βεβαιότητα της ανωτερότητας του ενός έναντι του άλλου. Η κυριαρχία από ιδεολογική έγινε πολιτισμική.
    Απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη τέχνη στέκεται η παγκόσμια τέχνη, η οικουμενικότητα της τέχνης, όπως τη γνωρίζουμε μέσα από τα έργα των ιμπρεσιονιστών, των φωβιστών, των εξπρεσιονιστών, των καλλιτεχνών του μοντερνισμού, που πειραματίστηκαν με ένα ευρύτατο φάσμα «πρωτόγονων» και «εξωτικών» μορφών και ανανέωσαν ή απελευθερώθηκαν, χάρη στις επιδράσεις που δέχτηκαν, από τα δεσμά της κλασικής παράδοσης, την οποία νωρίτερα, από την Αναγέννηση και μετά, οι καλλιτέχνες είχαν αφομοιώσει ποικιλοτρόπως μέσα από τη μελέτη αλλά και το ελεύθερο παιχνίδι και τις ανάγκες των διαφόρων εποχών που ανακατανέμουν, επανερμηνεύουν, ανακαλύπτουν και επανακαλύπτουν. Και είναι, βέβαια, ενδιαφέρον ότι τα «αλλότρια» στοιχεία (πρώτα από την Ελλάδα, αργότερα από την Αφρική, την Ιαπωνία, την Κίνα, τις λεγόμενες πρωτόγονες αλτερνατίβες) αφομοιώθηκαν τόσο που δεν αναγνωρίζονται πια ως ετερότητα αλλά ως ίδιον στοιχείο του ευρωπαϊκού, δυτικού πολιτισμού που τα εγκολπώθηκε. «Στην πραγματικότητα -παρατηρούν οι ιστορικοί της τέχνης Χιού Χόνορ και Τζον Φλέμινγκ-, η ιστορία της μοντέρνας τέχνης στη Δύση είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι το συνειδητοποιούμε συνήθως η ιστορία της απελευθερωτικής και ζωογόνας επίδρασης που είχαν τα διαδοχικά κύματα ανακάλυψης από τους Δυτικούς της τέχνης άλλων πολιτισμών […]».[35]

    Μούσα και Ποιητής


    Ν. Εγγονόπουλος

    Η Μούσα και  ο Ποιητής

    Η Μούσα (αλλιώς: θεάΜοῦσαι) δεν εμπνέει απλώς τον ποιητή των ομηρικών επών· του υπαγορεύει τι και πώς να τραγουδήσει και να διηγηθεί. Αυτή την εξάρτηση του ραψωδού από τις Μούσες προβάλλουν προγραμματικά τα προοίμια των δύο επών, και μάλιστα στον εναρκτήριο στίχο τους. Το κρίσιμο εντούτοις ερώτημα είναι αν στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τυπική σύμβαση, που την επιβάλλει η αρχαϊκή επική παράδοση, ή για πραγματική οφειλή του ποιητή. Η πρώτη εκδοχή δεν αποκλείει εντελώς τον δημιουργικό ρόλο του, ενώ η δεύτερη σχεδόν τον μηδενίζει. Εκτός και αν η συγκεκριμένη παρουσία και παρέμβαση των Μουσών στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ευνοεί μια τρίτη, ενδιάμεση υπόθεση, η οποία παρακάμπτει (ή τουλάχιστον μετριάζει) το προηγούμενο δίλημμα.
    Από τη στατιστική απογραφή των σχετικών δεδομένων προκύπτει ο υποβαθμισμένος ρόλος των Μουσών, τόσο στηνΙλιάδα όσο και προπαντός στην Οδύσσεια. Δέκα είναι όλες κι όλες οι επώνυμες ιλιαδικές αναφορές και μόλις επτά οι οδυσσειακές. Αλλά και επί της ουσίας ο ποιητικός ρόλος των Μουσών στα δύο ομηρικά έπη αποδείχνεται μάλλον περιορισμένος.
    Στην Ιλιάδα ρυθμιστική παρέμβαση των Μουσών έχουμε μόνο στον πρώτο και στον όγδοο στίχο του προοιμίου, όπου ηοὐλομένη μῆνις του Αχιλλέα ορίζεται ως κεντρικό θέμα του έπους, ενώ η ἔρις Αγαμέμνονα και Αχιλλέα σηματοδοτεί την αφηγηματική αρχή του. Οι άλλες αναφορές επιμένουν κατά κανόνα στη μνημονική υποστήριξη των Μουσών, όπου ο ποιητής δηλώνει αμηχανία να συντάξει μακρούς καταλόγους κυρίων ονομάτων και πλοίων. Τυπικό παράδειγμα η εκτενέστερη μέσα στο έπος επίκληση των Μουσών στους στίχους 484-493 της δεύτερης ραψωδίας, η οποία προλογίζει τον «Νεῶν Κατάλογον». Εδώ μάλιστα γενικεύεται με απόλυτο τρόπο η παντογνωσία των Μουσών σε αντίθεση προς την ομολογημένη ολική άγνοια των ραψωδών, η οποία αναπληρώνεται από τη δική τους γνώση.
    Καταλογική εξάλλου υποστήριξη των Μουσών επικαλείται ο ποιητής της Ιλιάδας και στις επόμενες τέσσερις περιπτώσεις: Β 760-762, Λ 218-220, Ξ 508-510 και Π 112-113. Απομένουν δύο ακόμη αναφορές, από τις οποίες η μία (Α 604) παρουσιάζει τις Μούσες να τραγουδούν, με τη μουσική υποστήριξη του Απόλλωνα, στο ολύμπιο συμπόσιο των θεών· η άλλη (Β 592-598) ιστορεί, με παρενθετική συντομία, την τιμωρία από τις Μούσες του αοιδού Θάμυρη (τύφλωση και αφαίρεση της μουσικής δωρεάς), επειδή ισχυρίστηκε πως μπορεί να τις ανταγωνιστεί και να τις νικήσει. Η απορριπτική αυτή συμπεριφορά των Μουσών απέναντι σ᾽ έναν υπεροπτικό ραψωδό δείχνει ότι κρατούν το παιχνίδι της μουσικής στο χέρι τους· αυτές προσφέρουν τη μουσική τέχνη στον αοιδό, με το δικαίωμα της αποστέρησής της, όταν κρίνουν ότι υπήρξε εκ μέρους του ανταγωνιστική κατάχρηση. Ανάλογες είναι και οι σχετικές αναφορές της Οδύσσειας.
    Το οδυσσειακό προοίμιο παραλλάσσει ελαφρώς τα «μουσικά» σήματα του ιλιαδικού προοιμίου. Η Μούσα τώρα (όχι ηθεά) καλείται να διηγηθεί (όχι να τραγουδήσει) τα πάθη ενός πολύτροπου ήρωα, που, μολονότι παραμένει ανώνυμος, η ταυτότητά του εύκολα εικάζεται από τα διάσημα έργα και πάθη του. Μετονομασμένη εξάλλου η Μούσα στον στίχο 10 σε θεάκαι θυγατέρα τουΔιός, καλείται να επιλέξει η ίδια από πού θα αρχίσει την εξιστόρηση. Πράγμα που σημαίνει ότι, όπως στο προοίμιο της Ιλιάδας, έτσι κι εδώ, στη Μούσα αναθέτει ο ποιητής τόσο την εξαγγελία του επικού του θέματος όσο και την αφηγηματική του αφετηρία. Με τα δεδομένα αυτά ενισχύεται η εντύπωση ότι η Μούσα υπαγορεύει το ποίημα, και ο ποιητής το υποδέχεται, για να το μεταδώσει στο ακροατήριό του.