Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ομηρικές Σάλπιγγες


Γ. ΡοϊλόςΟι ποιητές (π. 1919). Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880
Στο κέντρο: K. Παλαμάς. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ομηρικοί Δωδεκάλογοι
Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ' η Ανατολή μ΄ ένα φιλί τηΔύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου
...
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία,
αχάλαστα και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

Ασάλευτη δεν είναι καμιά ζωή
Λογής ταξίδια μ’ έχουν τρικυμίσει
μ’ είδαν τόποι, μου ανοίξανε ναοί
και τέχνες με περπάτησαν και η φύση.

Δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα,
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχειά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι ...

Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. 
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα

 «Pαψωδία»
 (από τη συλλογή H Aσάλευτη Zωή ) 
Όμηρε θείε, των καιρών χαρά και δόξα!
Στην κρυάδα του σκολειού και στου θρανίου τη γύμνια,
όταν μπροστά μου σ' απιθώσαν του δασκάλου
τ' άχαρα χέρια, ω μεγαλόχαρο βιβλίο,
σε καρτερούσα μάθημα κι εσύ ήρθες θάμα.

Kι άνοιξε μέσα μου ουρανός πλατύς καθάριος
και το θρανίο σα να 'γινε παλατιού θρόνος,
και κόσμος το σκολειό κι ο δάσκαλος προφήτης.
Διάβασμ' αυτό δεν ήταν, νόημα δεν ήταν,
όραμα ήταν κι άκουσμα ήταν χωρίς ταίρι. 

Ταξιδιάρικες  Ποιητικές Ζωές

1 σχόλιο:

  1. Ὁ Γκρεμιστὴς

    Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,

    ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.

    Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.

    Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.

    Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,

    πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.

    ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·

    τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης*

    καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι*

    τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.

    Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,

    κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,

    καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,

    παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.

    Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια

    ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.

    Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει

    τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι

    δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει

    τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει

    Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,

    καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.

    Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι

    καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,

    καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς* ν᾿ ἀνοίξω,

    καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;

    Καβάλα στὸ νοητάκι* μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε

    γκρικάω,* βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!


    Δειλοί και κρυφοί στίχοι, 1928

    ΑπάντησηΔιαγραφή