Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Κάθαρση


 («...δι' ἐλέου καί φόβου περαίνουσα τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»)
Αριστοτέλης
Κάθαρση
Ο όρος «κάθαρση» καθιερώθηκε από τον Αριστοτέλη («κάθαρσις»). Όπως είναι γνωστό, στο βιβλίο του Περί Ποιητικῆς, ο Αριστοτέλης μάς έχει δώσει τον περίφημο ορισμό της τραγωδίας. Η τελευταία λέξη σ' αυτόν τον ορισμό είναι ο όρος «κάθαρση» («...δι' ἐλέου καί φόβου περαίνουσα τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»). Βέβαια, η λέξη δε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη. Προϋπήρχε στο λεξιλόγιο της μυστηριακής λατρείας, όπως επίσης και στο λεξιλόγιο της υποτυπώδους για την εποχή εκείνη ιατρικής. Ο Αριστοτέλης, όμως, είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη με μεταφορική σημασία και τη συσχέτισε με το καλλιτεχνικό φαινόμενο γενικά και ειδικά με το θέατρο.

Ο Αριστοτέλης, όμως, παρ' όλο που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη λέξη στον καίριο ορισμό του για την τραγωδία, δε φρόντισε ο ίδιος να επεξηγήσει και να διευκρινίσει με ποιο συγκεκριμένο νόημα (μεταφορικό) χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο στο έργο του. Αυτή η «σιωπή» του Αριστοτέλη είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διάφορες θεωρίες και ερμηνείες, σχετικά πάντα με την έννοια της αριστοτελικής κάθαρσης. Θα πρέπει, πάντως, να διευκρινιστεί ότι το κοινό στοιχείο αυτών των διαφορετικών θεωριών είναι ένα και μόνο: όλες γενικά διερευνούν και αναζητούν να φωτίσουν τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη γενικά επενεργεί επάνω στον άνθρωπο/θεατή ή τον άνθρωπο/αναγνώστη. Αυτό, εξάλλου, είναι και το ουσιαστικό θέμα και πρόβλημα που πρώτος έθεσε στον κόσμο ο Αριστοτέλης, χωρίς όμως ο ίδιος να το φωτίσει επαρκώς.

Μια πρώτη άποψη που υποστηρίχθηκε για το νόημα του όρου «κάθαρση» είναι η ακόλουθη: το θέατρο και γενικότερα η τέχνη επενεργεί πάνω στον άνθρωπο λυτρωτικά. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Ε. Π. Παπανούτσος, «η Τέχνη ενεργεί λυτρωτικά· αλαφρώνει το βάρος, ανακουφίζει τον πόνο, μας κάνει να λησμονούμε τα δεινά της ζωής, γιατρεύει τις πληγές της».

Πιο συγκεκριμένα, για την έννοια της αριστοτελικής κάθαρσης, έχουν διατυπωθεί και οι εξής βασικές θεωρίες και αντιλήψεις:

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

ΜΕ ΜΙΑ ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ






«Όταν αλλάζεις τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα τότε τα πράγματα που βλέπεις αλλάζουν».Μαξ Πλανκ

Περσόνα


Στην αρχαία Ελλάδα αυτή η στενή σχέση μεταξύ δράματος και μυθολογίας συνοψιζόταν στο προσωπείο, τη μάσκα που συμβόλιζε τον ίδιο τον Διόνυσο και μια διαδικασία ταυτόχρονα μέσω της οποίας οι συμμέτοχοι αντιλαμβάνονταν μια αναλαμπή των άγριων παράδοξων που συσχετίζονταν σε μύθους και θεσπίζονταν ως ιεροτελεστίες ή μυστηριακά δρώμενα. Βικιπαιδεία


Περσόνα
Ο όρος «περσόνα» προέρχεται από τα ιταλικά και στην κυριολεξία σημαίνει «πρόσωπο». Συνήθως, όμως, τον χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ένα ορισμένο συγγραφικό τέχνασμα που έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από πολλούς δημιουργούς. Πράγματι, σε αρκετές περιπτώσεις, ένας λογοτέχνης, ποιητής ή πεζογράφος, προτιμά να καλύψει το συγγραφικό του «εγώ» πίσω από ένα προσωπείο, μία περσόνα, που στο συγκεκριμένο έργο θα μιλάει αντί γι' αυτόν. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτύχει πολλούς στόχους, ανάλογα με το είδος του έργου ή την εποχή: για παράδειγμα, μπορεί σε εποχές δύσκολες να αποκρύψει την ταυτότητά του, μπορεί να δημιουργήσει πολλά «ποιητικά εγώ» εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, ενώ στην πεζογραφία ειδικά μπορεί να παρουσιάσει το έργο του ως μαρτυρία και τα γεγονότα τα οποία αφηγείται ως αληθινά.

Το τέχνασμα της περσόνας χρησιμοποίησε αρκετά συχνά ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, που δημιούργησε το Γ. Σ., το Στρατή Θαλασσινό και το Μαθιό Πασχάλη. Εξάλλου, στην πεζογραφία, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Στράτη Μυριβήλη, που στον πρόλογο του μυθιστόρηματός του Η ζωή εν τάφω, μας εξηγεί ότι όλο το έργο αποτελείται από επιστολές ενός στρατιώτη, τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας ανακάλυψε σε κάποιο παλιό μπαούλο! Στην περίπτωση του Μυριβήλη, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και τον όρο «πλαστοπροσωπία», με την έννοια ότι ο συγγραφέας δημιουργεί ένα εντελώς πλαστό πρόσωπο, το οποίο στο έργο αναλαμβάνει τους ρόλους του αφηγητή αλλά και του πρωταγωνιστή, που υποτίθεται έζησε πραγματικά όλα τα γεγονότα που αφηγείται.




Για τους αρχαίους Έλληνες το προσωπείο ή persona ήταν ένα σύμβολο της ενότητας στη δυαδικότητα. Εκείνος που τη φορούσε ήταν ταυτόχρονα ο ίδιος και κάποιος άλλος, ή γινόταν προσωρινά η persona (που στα Ελληνικά σημαίνει ηχώ μέσω, δηλαδή μιλώ μέσω της μάσκας), ένας από τους χαρακτήρες του δράματος (dramatis personae). Το προσωπείο 'κρατούσε ενωμένες' τις δύο ταυτότητες και φυσικά έπαιζε το ρόλο της πύλης ανάμεσα σε διαφορετικά βασίλεια ή κόσμους εμπειρίας. Τούτη η μετάβαση στην επικίνδυνη, σκιώδη σφαίρα του κάτω κόσμου, του χάους και του θανάτου είναι βασικό θέμα στη διονυσιακή λατρεία. Όπως παρατηρεί ο Godwin, είναι χαρακτηριστικό των θεών που κατεβαίνουν στον κάτω κόσμο για να λυτρώσουν τις περιπλανώμενες ψυχές.
Ο Διόνυσος, επίσης, συνδέεται πολύ με τον εκπληρωμένο έρωτα και το επίγραμμα του Ανακρέοντα στον θεό αρχίζει με τις λέξεις «Ω Κύριε, που σύντροφοί σου στο παιχνίδι είναι ο ισχυρός Έρως, οι μαυρομάτες νύμφες και η Αφροδίτη!Βικιπαιδεία

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Η Μυθοπλασία ενός Μύθου



Ο Μύθος στον Ωκεανό της  Κοσμικής Αντίληψης των οργανικών και  ανόργανων  ΟΝΤΩΝ
Μύθος
Για τα λογοτεχνικά κείμενα, και κυρίως τα αφηγηματικά, ο όρος «μύθος» νοείται με το περιεχόμενο που πρώτος του έδωσε ο Αριστοτέλης. Έτσι, για ένα αφηγηματικό κείμενο (πεζό ή ποιητικό), μύθος είναι το περιεχόμενο, το αφηγημένο υλικό, η ιστορία, η υπόθεση που περιέχεται σ' αυτό. Στην ομηρική λ.χ. Οδύσσεια, όλες οι περιπέτειες του Οδυσσέα μέχρι να φτάσει στην Ιθάκη, συνιστούν το μύθο (=την υπόθεση του έργου) αυτού του ομηρικού έπους.

Όπως πρώτος διαπίστωσε ο Αριστοτέλης, μιλώντας για την αρχαία ελληνική τραγωδία, ο μύθος είναι το πρωταρχικό στοιχείο και το πρώτιστο συστατικό μιας αφήγησης. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση χωρίς αυτή να εξιστορεί ένα μύθο, δηλαδή μια «ιστορία», πραγματική ή φανταστική.

Η εξιστόρηση ενός μύθου στα σύγχρονα αφηγηματικά κείμενα (π.χ. μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, αφηγηματικά ποιήματα), προϋποθέτει την ύπαρξη ενός προσώπου που αφηγείται το μύθο, δηλαδή του αφηγητή. Την αφήγηση, βέβαια, δηλαδή το μύθο, την «κατασκευάζει» ο συγγραφέας. Η «κατασκευή» αυτή ή η συνολική σύνθεση του μύθου συνιστά την πράξη ή το γεγονός της μυθοπλασίας, που ανήκει στην επινόηση και τη φαντασία του συγγραφέα. Η πράξη, όμως, και η διαδικασία της αφήγησης, της εξιστόρησης του μύθου, ανήκει αποκλειστικά στον αφηγητή. Γι' αυτό και ο συγγραφέας κανονικά δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο του αφηγητή.

Ο μύθος περιέχει τη συνολική αφηγημένη δράση: επεισόδια, γεγονότα, περιστατικά, συγκρούσεις μεταξύ των προσώπων κτλ. Ο τρόπος με τον οποίο εξιστορείται όλο αυτό το υλικό ακολουθεί ορισμένους κανόνες στους οποίους στηρίζεται η «κατασκευή» της αφήγησης. Ο τρόπος με τον οποίο διατάσσονται, οργανώνονται, αναπτύσσονται και εξελίσσονται τα περιστατικά και τα γεγονότα του μύθου, ταυτίζεται με την πλοκή του μύθου.

Ο μύθος δεν πρέπει να ταυτίζεται και να συγχέεται με το θέμα του αφηγηματικού έργου. Ο μύθος είναι το πρωτογενές υλικό μιας αφήγησης. Το θέμα είναι κάτι το γενικότερο, που απορρέει μέσα από το πρωτογενές αυτό υλικό. Οι περιπέτειες λ.χ. του Οδυσσέα είναι το πρωτογενές υλικό που περιέχεται στο μύθο της Οδύσσειας. Μέσα απ' αυτές τις περιπέτειες απορρέει ο πόθος του νόστου, η λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα, που είναι το κεντρικό θέμα της Ομηρικής Οδύσσειας.

Μυθοπλασία

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Παρομοίωση

Σαν φτερό και νόημα
Ομηρικές Παρομοιώσεις
Παρομοίωση
Από τα χρόνια του Ομήρου μέχρι και σήμερα, η παρομοίωση είναι το πιο συνηθισμένο και το πιο συχνό σχήμα λόγου στα λογοτεχνικά κείμενα.

Για να φανεί καλύτερα η ουσία και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί στο λόγο η παρομοίωση, θα σχολιάσουμε το εξής απλό παράδειγμα:

Είχε ωραίο παράστημα· ήταν ψηλός σαν κυπαρίσσι.

Σ' αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα παρομοίωσης, παρατηρούμε τα εξής: ένα πρόσωπο (άλλοτε ένα πράγμα ή μια αφηρημένη έννοια) συγκρίνεται με κάτι άλλο (εδώ με το κυπαρίσσι) πολύ γνωστό. Τα δυο συγκρινόμενα στοιχεία έχουν μια κοινή ιδιότητα (εδώ το ύψος) πάνω στην οποία στηρίζεται η σύγκριση. Μόνο που το δεύτερο στοιχείο (το κυπαρίσσι) έχει αυτή την ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό.

Από αυτόν το σχολιασμό φαίνεται πολύ καθαρά ότι η παρομοίωση στην ουσία είναι μια μορφή σύγκρισης. Όταν δηλαδή θέλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα και να προβάλουμε με ζωηρό τρόπο μια ιδιότητα ή ένα γνώρισμα ενός προσώπου (ή ενός πράγματος ή γενικά μιας έννοιας), το συγκρίνουμε με κάτι άλλο που έχει την ίδια αυτή ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό. Από τα δύο συγκρινόμενα στοιχεία, το δεύτερο εκφέρεται με τα: σαν, όπως, καθώς, όμοιος.

π.χ.- Το πρωί είχε πολύ μεγάλη κίνηση και τα αυτοκίνητα πήγαιναν σαν χελώνες (όπως οι χελώνες, καθώς οι χελώνες, όμοια με χελώνες)

Από τα δύο συγκρινόμενα στοιχεία, το πρώτο λέγεται δεικτικό (αυτοκίνητα) και το δεύτερο αναφορικό (χελώνες).

Η παρομοίωση, ως σχήμα λόγου, βρίσκεται πολύ κοντά στη μεταφορά. Εύκολα, δηλαδή, μια παρομοίωση μετασχηματίζεται σε μεταφορά (ή μια μεταφορά σε παρομοίωση):

π.χ. – Δεν ήταν άνθρωπος με λεπτά αισθήματα και ευαισθησίες· η καρδιά του ήταν σκληρή σαν πέτρα (=είχε πέτρινη καρδιά ή η καρδιά του ήταν πέτρα: μεταφορά)

Όπως φαίνεται από αυτό το παράδειγμα και ιδιαίτερα από την έκφραση «πέτρινη καρδιά», η μεταφορά περιέχει ένα είδος λανθάνουσας (=όχι φανερής) παρομοίωσης.

π.χ.- Τον έτρεμαν όλοι· κανείς δεν άντεχε το αετίσιο βλέμμα του

(=το βλέμμα του ήταν περήφανο, αγέρωχο σαν του αετού)

Ιδιαίτερες και εξονυχιστικές μελέτες έχουν γραφεί για τις ομηρικές παρομοιώσεις. Έλληνες (Ι. Θ. Κακριδής) και ξένοι μελετητές έχουν σχολιάσει αναλυτικά την τυπολογία και τις ποικίλες μορφές των ομηρικών παρομοιώσεων.

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Ποιητική


Ποιητικές  Επινοήσεις
Ποιητική
Ο όρος «ποιητική» έχει μια ιστορία είκοσι πέντε περίπου αιώνων. Προέρχεται, βέβαια, από το ομότιτλο έργο του Αριστοτέλη, απ' όπου γρήγορα πέρασε ως δάνειο καταρχήν στα λατινικά και αργότερα σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Αν δεχθούμε τον όρο ως επίθετο, δεν έχουμε ιδιαίτερο πρόβλημα κατανόησης: χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τη λέξη «τέχνη» (ποιητική τέχνη = η τέχνη της ποίησης). Στην ουσία, όμως, ήδη απ' την εποχή του Αριστοτέλη, πρόκειται για ένα ουσιαστικοποιημένο επίθετο, γεγονός που έχει προκαλέσει —και εξακολουθεί ίσως να προκαλεί— αρκετά προβλήματα σε ό,τι αφορά την ακριβή σημασία του.

Σε ό,τι αφορά την ιστορική πορεία όχι μόνο του όρου αλλά και της ίδιας της δραστηριότητας της ποιητικής, η σημασία του αριστοτελικού έργου είναι τεράστια: στην ουσία, οι βασικές κατευθύνσεις που έχει ακολουθήσει η ποιητική στη διάρκεια των αιώνων και μέχρι την εποχή μας, καθορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον Αριστοτέλη· από την άποψη αυτή, ολόκληρη η ιστορία της ποιητικής είναι μια σειρά από συνεχείς προσπάθειες επανερμηνείας του αριστοτελικού κειμένου. Όπως έχει σωστά παρατηρηθεί, ενώ είναι γνωστό ότι παρόμοιοι προβληματισμοί με αυτούς του Αριστοτέλη αναπτύχθηκαν την ίδια περίπου εποχή —ή ίσως και παλαιότερα— και στην Ασία (π.χ. Κίνα, Ινδία), για τους ανθρώπους στη Δύση, οι απαρχές της ποιητικής συνδέονται άρρηκτα με την ελληνική αρχαιότητα και το μεγάλο φιλόσοφο και ερευνητή.

Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, χρησιμοποιώντας τον όρο «ποιητική», φαίνεται ότι είχε κατά νου μια πραγματική θεωρία της ποίησης, με βάση τα δύο πιο σημαντικά είδη της εποχής, το έπος και την τραγωδία. Πιο συγκεκριμένα, τον ενδιέφερε η συστηματική διαπραγμάτευση της ποίησης και των ειδών της, η ανάλυση του ιδιαίτερου ποιητικού χαρακτήρα κάθε είδους, ο τρόπος με τον οποίο (πρέπει να) διαρθρώνεται ένα ποιητικό έργο, τα επιμέρους στοιχεία του και οτιδήποτε άλλο σχετικό με αυτά τα ζητήματα. Συνεπώς, ένας κλασικός ορισμός για την ποιητική θα ήταν να την ταυτίσουμε με τη μελέτη της φύσης του ποιητικού λόγου, με την τεχνική, την τέχνη και τη θεωρία της ποιητικής σύνθεσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια καθαρά θεωρητική ενασχόληση με τη λογοτεχνία.

Ποιήματα Οδυσσείας

Kazantakis

O Παντελής Πρεβελάκης για τον Καζαντζάκη και το ποίημα της “Οδύσσειας”


 «Δουλεύω, αγωνίζομαι, λυπούμαι, είμαι ανήσυχος, τίποτα απ’ ό,τι κάνω δε με χωρεί, είμαι απαρηγόρητος… Η ιδέα η αφηρημένη, η άσαρκη, η φιλοσοφική, δε μπορεί πια να χορτάσει την ψυχή μου τη σαρκοβόρα. Όλα καθαρά, άρτια είναι στο νου μου, μα μου λείπει η δύναμη να πηδήσω το φράχτη. Άραγε θα μπορέσω ποτέ; Αν όχι, η ζωή μου θα είναι βαθύτατη, αγιάτρευτη πικρία και προσπάθεια. Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν ποτέ θ’ αράξω στην Ιθάκη. Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι…»

Εκατό τριάντα ένα χρόνια από την γέννηση του μεγάλου Κρητικολάτρη συγγραφέα και στοχαστή (1883-1957) συμπληρώνουμε φέτος. Μαζί με τις διάφορες εκδηλώσεις αφιερωμένες στην μνήμη του και στο έργο του, μια καινούργια ευκαιρία δίδεται να ξαναπλησιάσουμε τον στοχασμό αυτού του κοσμογυρισμένου μονιά, την ευαισθησία του, τον αυθορμητισμό του, την ανθρωπιά του, και να ξαναδούμε το έργο του από μια άλλη οπτική γωνία.
Ας το κάνουμε αυτή τη φορά μέσα από το βιβλίο: “Ο Ν. Καζαντζάκης και το ποίημα της Οδύσσειας” (εκδ. 1958), του γνωστού συγγραφέα και Ακαδημαϊκού, του συμπατριώτη μας Παντελή Πρεβελάκη (1909-1986).
Ο Κρητικός Ακαδημαϊκός σ’ αυτό το βιβλίο του μας γνωρίζει τον ρωμαλέο πεζογράφο και ποιητή Ν. Καζαντζάκη, όχι μόνο με τον ενθουσιασμό του συμπατριώτη και τη συγκίνηση του φίλου, αλλά περισσότερο με την ιδιότητα του κριτικού και την βαθειά γνώση του μελετητή. «Ο λόγος του Πρεβελάκη» έγραφε ένας μελετητής, «μοιάζει με την ήρεμη επιφάνεια του μεγάλου ποταμού, που όμως κάτω απ’ αυτήν κρύβει την ορμητική ροή του». Και πραγματικά ένας τέτοιος λόγος ταίριαζε στον Καζαντζάκη, αφού τέτοια ήταν η ιδιοσυγκρασία του: Ένα ηφαίστειο, που για να δεις την δύναμή του πρέπει να κατέβεις βαθειά στον κρατήρα του. Και ακριβώς αυτό κάνει με την πέννα του και ο Πρεβελάκης. Διαβάζοντας το βιβλίο του, έχεις την αίσθηση πως κατεβαίνεις στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Και συμφωνείς ανεπιφύλακτα πως πραγματικά αυτό είναι το γνήσιο πορτραίτο του Καζαντζάκη.
Είναι αλήθεια πως μόνο μέσα από την “Οδύσσεια” μπορούμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον μεγάλο Κρητικό στοχαστή. Κι αυτό γιατί ο ήρωας ταυτίστηκε με τον δημιουργό, που δούλεψε τους στίχους του έργου του επίμονα, όχι μόνο σαν ένας λυρικός ποιητής που εξωτερικεύει προσωπικά του συναισθήματα και καταστάσεις, αλλά και σαν τεχνίτης που οικοδομεί τις τραγωδίες του με τον έμμετρο λόγο.
Το έπος της “Οδύσσειας” με τους 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους του, είναι το μοναδικό στην εποχή μας, μιας και το είδος έχει αντικατασταθεί πλέον από το μυθιστόρημα. Όμως, παράλληλα είναι και ένα έργο ζωής αφού ο συγγραφέας ξόδεψε γι’ αυτό 13 ολόκληρα χρόνια μόχθου (1924-1937). Κι ακόμα γιατί στην “Οδύσσεια” αυτή, Οδυσσέας είναι ο ίδιος ο Καζαντζάκης, αυτός ο οικουμενικός στοχαστής, αυτός ο παντοτινά διψασμένος ταξιδευτής στοn χρόνο, στην έρευνα και στην αμφιβολία.
Αυτό το μεγάλο ποίημα, που το έγραψε επτά φορές αποτελεί την αυτοβιογραφία του και το πορτραίτο των αναζητήσεών του στους χώρους της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της πολιτικής, της διανόησης, της θρησκείας και της Τέχνης.
Η πρώτη γραφή της “Οδύσσειας” ξεκίνησε στο Ηράκλειο το 1924 και ολοκληρώθηκε στην Αίγινα το 1927. Η δεύτερη άρχισε μετά το ταξίδι στη Ρωσία το 1929. Η τρίτη τελείωσε τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου του 1931, αλλά της αφιέρωσε ακόμα αρκετό καιρό, μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1932, για να την καθαρογράψει.
Ο Καζαντζάκης μπήκε στην τέταρτη γραφή της “Οδύσσειας” στις 23 Απριλίου του 1933 και ύστερα από τρεις ολόκληρους μήνες, μέχρι τις 24 Ιουλίου 1933, ετοίμαζε το γεμάτο με νέες εμπειρίες και βιώματα κείμενό του. Αλλά χωρίς να είναι ολότελα αναπαυμένος. Γι’ αυτό θα συνεχίσει. Η πέμπτη γραφή μπαίνει μπροστά το φθινόπωρο του 1935. Αφιέρωσε όλο το χειμώνα στο γράψιμο, και με τον ερχομό της άνοιξης του 1936 κοντεύει πια στο τέλος της. Η έκτη, προτελευταία γραφή του έπους, είχε 42.500 στίχους, γεμάτους από τις νέες φρικτές εμπειρίες του εμφυλίου της Ισπανίας, και του θανάτου των δικών του. Αυτές οι φριχτές στιγμές τον άγγιξαν βαθειά «ως τους πιο κρυμμένους ιστούς». Και έτσι «οπλισμένος και ματωμένος» προχωρεί στην πραγμάτωση του αρχικού σκοπού: Να φτάσει την “Οδύσσεια” στις εφτά γραφές.
Έφτασε η στιγμή της πραγμάτωσης. Θα διαρκέσει εφτά ολόκληρους μήνες: Από τον Μάιο ως τον Νοέμβριο του 1938. Κόπιασε πολύ για να περιορίσει τους στίχους της στους 33.333. Και τα Χριστούγεννα του 1938 το δημιούργημά του είναι πια έτοιμο, να δοθεί στον κόσμο και στην Ιστορία.
Η φλόγα της αναζήτησης, που ασίγαστη πάντα έκαιγε μέσα του, τον ωθούσε κάθε τι που ανακάλυπτε να το χρησιμοποιεί σαν μια αφετηρία για καινούργια, δημιουργικά και γόνιμα ξεκινήματα. Και η σωστή γραφή του Πρεβελάκη, αυτόν ακριβώς τον Καζαντζάκη θέλει να μας παρουσιάσει: τον μεγάλο και μεθοδικό ανιχνευτή των συγκινήσεων και των ιδεών. «Κάτω από τον ποιητή βρισκότανε θαμμένος ο Μυσταγωγός», γράφει, «που είχε για επάγγελμα το πάθος του..».
Και ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα εξομολογηθεί το 1923: «Δουλεύω, αγωνίζομαι, λυπούμαι, είμαι ανήσυχος, τίποτα απ’ ό,τι κάνω δε με χωρεί, είμαι απαρηγόρητος… Η ιδέα η αφηρημένη, η άσαρκη, η φιλοσοφική, δε μπορεί πια να χορτάσει την ψυχή μου τη σαρκοβόρα. Όλα καθαρά, άρτια είναι στο νου μου, μα μου λείπει η δύναμη να πηδήσω το φράχτη. Άραγε θα μπορέσω ποτέ; Αν όχι, η ζωή μου θα είναι βαθύτατη, αγιάτρευτη πικρία και προσπάθεια. Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν ποτέ θ’ αράξω στην Ιθάκη. Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι…»
Είναι η εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων και προσανατολισμών. Αγωνίζεται μόνος στο πεδίο των προφητικών εμπνεύσεων, δοκιμάζοντας την δύναμη του λόγου του. Είναι τα κρίσιμα χρόνια που ο Καζαντζάκης περιπλανιέται στην Ευρώπη, μοιράζοντας τις αναζητήσεις του ανάμεσα στη Βιέννη και στο Βερολίνο, έχοντας στα σκαριά την “Ασκητική” και τον “Βούδα”.
«Φέβγω, ταξιδέβω» γράφει τον Αύγουστο του 1922 στη Γαλάτεια. «Όχι για ταξίδια αναψυχής, το νοιώθεις. Μέσα μου έχω φοβερές αγωνίες, μου φαίνεται θα πεθάνω αν μείνω πολύ σ’ ένα μέρος. Πρέπει να μετατοπιστώ για να βρω λίγο από τον εαυτόν μου, να ξεχάσω τη φριχτή εντολή που έδωσα στον εαυτόν μου, και δεν μπορώ να εχτελέσω…».
Όταν αποσύρεται για να συγγράψει την “Οδύσσεια” έχει κιόλας αποφασίσει για την ταυτότητα του ήρωά του. Δεν θα ήταν ο μυθικός ήρωας της αρχαιότητας βέβαια. Μα ούτε και ένας νέος εθνικός ήρωας. Θα ήταν ένας ήρωας αλλιώτικος, ένας αντάρτης, που θα είχε για στίβο του αγώνα του τη γη, κι όχι ένα συγκεκριμένο τόπο. Μόχθο του θα είχε την απεγνωσμένη πειρατεία, και κλίμα της ψυχής του την απέραντη μοναξιά! Θα ήταν ένας Οδυσσέας αντι-Ομηρικός, που σε τίποτα δεν θα θύμιζε τον ήρωα του αρχαίου συγγραφέα. Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη συγγενεύει αναμφίβολα με τον Οδυσσέα του Δάντη, αθεράπευτα κοσμογυριστής κι αυτός όπως τον ήρωα του Ιταλού δημιουργού.

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Περιπέτεια



Το Ζειν Επικινδύνως
Περιπέτεια
Στα λογοτεχνικά κείμενα (και ιδιαίτερα στην αρχαία τραγωδία) συμβαίνει συχνά το εξής: ο μύθος, καθώς εξελίσσεται, παίρνει ξαφνικά μια τροπή και μια κατεύθυνση τέτοια που λογικά δεν την περιμέναμε. Η κατάσταση π.χ. στην οποία βρίσκεται ένας τραγικός ήρωας, ξαφνικά αλλάζει και μεταστρέφεται στο αντίθετό της: ο ήρωας δηλαδή από την κατάσταση της ευτυχίας μεταπίπτει στη δυστυχία (ή και αντίστροφα). Αυτή η αιφνιδιαστική μεταβολή και μεταστροφή, που ο θεατής ή ο αναγνώστης κανονικά δεν την περίμενε, ονομάζεται περιπέτεια.


Η περιπέτεια, επειδή ακριβώς συμβαίνει αιφνιδιαστικά, προκαλεί στο θεατή ή τον αναγνώστη ξάφνιασμα, έκπληξη ή και απορία. Τα στοιχεία αυτά προκαλούν με τη σειρά τους συναισθηματική διέγερση, ταραχή, αγωνία και κρατούν αδιάπτωτη την προσοχή και το ενδιαφέρον του θεατή ή αναγνώστη.


[Τον όρο «περιπέτεια» τον καθιέρωσε πρώτος ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του «Περί ποιητικής». Το έργο αυτό του Αριστοτέλη είναι η πρώτη μελέτη στον κόσμο που αναφέρεται σε θέματα της ποίησης και ειδικά της τραγωδίας. Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του δίνει τον εξής ορισμό για την περιπέτεια: «ἡ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή» (=η μεταβολή της δράσης στο αντίθετό της)].





Περπατώντας στο χείλος της αβύσσου

Το μυστικό να μαζέψετε την μεγαλύτερη σοδιά,
την μεγαλύτερη χαρά της ύπαρξης είναι το ζειν επικινδύνως,
στις παρυφές του ηφαιστείου. Νίτσε