Το σιδερένιο του σπαθί ξετέλεψε το χρέος
της μαύρης της εκδίκησης ως όφειλε να κάμει
τώρα τα βέλη τα τραχιά και το μακρύ κοντάρι
χύσαν το αίμα των κακών κι έχει ποτίσει ο δρόμος.
Που να 'ναι εκείνος όμως
που μέρα νύχτα γύριζε εξόριστος στον κόσμο
και τ' όνομα του έλεγε πως ήτανε Κανένας.
Πείσμα στο πείσμα ενός θεού κόντρα στις θάλασσες του
στη γη και στη γυναικά του γύρισε ο Οδυσσέας.
Πείσμα στο πείσμα ενός Θεού, των γκρίζων των ανέμων
στου Άρη το συντάλογο οπού φωλιάζει ο τρόμος.
Τώρα κοιμάται ήσυχα στο νυφικό κρεβάτι
και δίπλα η βασίλισσα η πολυξακουσμένη
κι είναι το προσκεφάλι της στη μυρισμένη κλίνη
του αντρειωμένου βασιλιά ο δυνατός ο ώμος.
Που να ΄ναι εκείνος όμως
που μέρα νύχτα γύριζε σαν το σκυλί τον κόσμο
και τ' όνομα του έλεγε πως ήτανε Κανένας.
Ποίηση: Χόρχε Λουί Μπόρχες
Ελευθ. μετάφραση: Δ. Αποστολάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου