Σελίδες

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Ποιήματα Οδυσσείας

Kazantakis

O Παντελής Πρεβελάκης για τον Καζαντζάκη και το ποίημα της “Οδύσσειας”


 «Δουλεύω, αγωνίζομαι, λυπούμαι, είμαι ανήσυχος, τίποτα απ’ ό,τι κάνω δε με χωρεί, είμαι απαρηγόρητος… Η ιδέα η αφηρημένη, η άσαρκη, η φιλοσοφική, δε μπορεί πια να χορτάσει την ψυχή μου τη σαρκοβόρα. Όλα καθαρά, άρτια είναι στο νου μου, μα μου λείπει η δύναμη να πηδήσω το φράχτη. Άραγε θα μπορέσω ποτέ; Αν όχι, η ζωή μου θα είναι βαθύτατη, αγιάτρευτη πικρία και προσπάθεια. Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν ποτέ θ’ αράξω στην Ιθάκη. Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι…»

Εκατό τριάντα ένα χρόνια από την γέννηση του μεγάλου Κρητικολάτρη συγγραφέα και στοχαστή (1883-1957) συμπληρώνουμε φέτος. Μαζί με τις διάφορες εκδηλώσεις αφιερωμένες στην μνήμη του και στο έργο του, μια καινούργια ευκαιρία δίδεται να ξαναπλησιάσουμε τον στοχασμό αυτού του κοσμογυρισμένου μονιά, την ευαισθησία του, τον αυθορμητισμό του, την ανθρωπιά του, και να ξαναδούμε το έργο του από μια άλλη οπτική γωνία.
Ας το κάνουμε αυτή τη φορά μέσα από το βιβλίο: “Ο Ν. Καζαντζάκης και το ποίημα της Οδύσσειας” (εκδ. 1958), του γνωστού συγγραφέα και Ακαδημαϊκού, του συμπατριώτη μας Παντελή Πρεβελάκη (1909-1986).
Ο Κρητικός Ακαδημαϊκός σ’ αυτό το βιβλίο του μας γνωρίζει τον ρωμαλέο πεζογράφο και ποιητή Ν. Καζαντζάκη, όχι μόνο με τον ενθουσιασμό του συμπατριώτη και τη συγκίνηση του φίλου, αλλά περισσότερο με την ιδιότητα του κριτικού και την βαθειά γνώση του μελετητή. «Ο λόγος του Πρεβελάκη» έγραφε ένας μελετητής, «μοιάζει με την ήρεμη επιφάνεια του μεγάλου ποταμού, που όμως κάτω απ’ αυτήν κρύβει την ορμητική ροή του». Και πραγματικά ένας τέτοιος λόγος ταίριαζε στον Καζαντζάκη, αφού τέτοια ήταν η ιδιοσυγκρασία του: Ένα ηφαίστειο, που για να δεις την δύναμή του πρέπει να κατέβεις βαθειά στον κρατήρα του. Και ακριβώς αυτό κάνει με την πέννα του και ο Πρεβελάκης. Διαβάζοντας το βιβλίο του, έχεις την αίσθηση πως κατεβαίνεις στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Και συμφωνείς ανεπιφύλακτα πως πραγματικά αυτό είναι το γνήσιο πορτραίτο του Καζαντζάκη.
Είναι αλήθεια πως μόνο μέσα από την “Οδύσσεια” μπορούμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον μεγάλο Κρητικό στοχαστή. Κι αυτό γιατί ο ήρωας ταυτίστηκε με τον δημιουργό, που δούλεψε τους στίχους του έργου του επίμονα, όχι μόνο σαν ένας λυρικός ποιητής που εξωτερικεύει προσωπικά του συναισθήματα και καταστάσεις, αλλά και σαν τεχνίτης που οικοδομεί τις τραγωδίες του με τον έμμετρο λόγο.
Το έπος της “Οδύσσειας” με τους 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους του, είναι το μοναδικό στην εποχή μας, μιας και το είδος έχει αντικατασταθεί πλέον από το μυθιστόρημα. Όμως, παράλληλα είναι και ένα έργο ζωής αφού ο συγγραφέας ξόδεψε γι’ αυτό 13 ολόκληρα χρόνια μόχθου (1924-1937). Κι ακόμα γιατί στην “Οδύσσεια” αυτή, Οδυσσέας είναι ο ίδιος ο Καζαντζάκης, αυτός ο οικουμενικός στοχαστής, αυτός ο παντοτινά διψασμένος ταξιδευτής στοn χρόνο, στην έρευνα και στην αμφιβολία.
Αυτό το μεγάλο ποίημα, που το έγραψε επτά φορές αποτελεί την αυτοβιογραφία του και το πορτραίτο των αναζητήσεών του στους χώρους της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της πολιτικής, της διανόησης, της θρησκείας και της Τέχνης.
Η πρώτη γραφή της “Οδύσσειας” ξεκίνησε στο Ηράκλειο το 1924 και ολοκληρώθηκε στην Αίγινα το 1927. Η δεύτερη άρχισε μετά το ταξίδι στη Ρωσία το 1929. Η τρίτη τελείωσε τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου του 1931, αλλά της αφιέρωσε ακόμα αρκετό καιρό, μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1932, για να την καθαρογράψει.
Ο Καζαντζάκης μπήκε στην τέταρτη γραφή της “Οδύσσειας” στις 23 Απριλίου του 1933 και ύστερα από τρεις ολόκληρους μήνες, μέχρι τις 24 Ιουλίου 1933, ετοίμαζε το γεμάτο με νέες εμπειρίες και βιώματα κείμενό του. Αλλά χωρίς να είναι ολότελα αναπαυμένος. Γι’ αυτό θα συνεχίσει. Η πέμπτη γραφή μπαίνει μπροστά το φθινόπωρο του 1935. Αφιέρωσε όλο το χειμώνα στο γράψιμο, και με τον ερχομό της άνοιξης του 1936 κοντεύει πια στο τέλος της. Η έκτη, προτελευταία γραφή του έπους, είχε 42.500 στίχους, γεμάτους από τις νέες φρικτές εμπειρίες του εμφυλίου της Ισπανίας, και του θανάτου των δικών του. Αυτές οι φριχτές στιγμές τον άγγιξαν βαθειά «ως τους πιο κρυμμένους ιστούς». Και έτσι «οπλισμένος και ματωμένος» προχωρεί στην πραγμάτωση του αρχικού σκοπού: Να φτάσει την “Οδύσσεια” στις εφτά γραφές.
Έφτασε η στιγμή της πραγμάτωσης. Θα διαρκέσει εφτά ολόκληρους μήνες: Από τον Μάιο ως τον Νοέμβριο του 1938. Κόπιασε πολύ για να περιορίσει τους στίχους της στους 33.333. Και τα Χριστούγεννα του 1938 το δημιούργημά του είναι πια έτοιμο, να δοθεί στον κόσμο και στην Ιστορία.
Η φλόγα της αναζήτησης, που ασίγαστη πάντα έκαιγε μέσα του, τον ωθούσε κάθε τι που ανακάλυπτε να το χρησιμοποιεί σαν μια αφετηρία για καινούργια, δημιουργικά και γόνιμα ξεκινήματα. Και η σωστή γραφή του Πρεβελάκη, αυτόν ακριβώς τον Καζαντζάκη θέλει να μας παρουσιάσει: τον μεγάλο και μεθοδικό ανιχνευτή των συγκινήσεων και των ιδεών. «Κάτω από τον ποιητή βρισκότανε θαμμένος ο Μυσταγωγός», γράφει, «που είχε για επάγγελμα το πάθος του..».
Και ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα εξομολογηθεί το 1923: «Δουλεύω, αγωνίζομαι, λυπούμαι, είμαι ανήσυχος, τίποτα απ’ ό,τι κάνω δε με χωρεί, είμαι απαρηγόρητος… Η ιδέα η αφηρημένη, η άσαρκη, η φιλοσοφική, δε μπορεί πια να χορτάσει την ψυχή μου τη σαρκοβόρα. Όλα καθαρά, άρτια είναι στο νου μου, μα μου λείπει η δύναμη να πηδήσω το φράχτη. Άραγε θα μπορέσω ποτέ; Αν όχι, η ζωή μου θα είναι βαθύτατη, αγιάτρευτη πικρία και προσπάθεια. Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν ποτέ θ’ αράξω στην Ιθάκη. Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι…»
Είναι η εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων και προσανατολισμών. Αγωνίζεται μόνος στο πεδίο των προφητικών εμπνεύσεων, δοκιμάζοντας την δύναμη του λόγου του. Είναι τα κρίσιμα χρόνια που ο Καζαντζάκης περιπλανιέται στην Ευρώπη, μοιράζοντας τις αναζητήσεις του ανάμεσα στη Βιέννη και στο Βερολίνο, έχοντας στα σκαριά την “Ασκητική” και τον “Βούδα”.
«Φέβγω, ταξιδέβω» γράφει τον Αύγουστο του 1922 στη Γαλάτεια. «Όχι για ταξίδια αναψυχής, το νοιώθεις. Μέσα μου έχω φοβερές αγωνίες, μου φαίνεται θα πεθάνω αν μείνω πολύ σ’ ένα μέρος. Πρέπει να μετατοπιστώ για να βρω λίγο από τον εαυτόν μου, να ξεχάσω τη φριχτή εντολή που έδωσα στον εαυτόν μου, και δεν μπορώ να εχτελέσω…».
Όταν αποσύρεται για να συγγράψει την “Οδύσσεια” έχει κιόλας αποφασίσει για την ταυτότητα του ήρωά του. Δεν θα ήταν ο μυθικός ήρωας της αρχαιότητας βέβαια. Μα ούτε και ένας νέος εθνικός ήρωας. Θα ήταν ένας ήρωας αλλιώτικος, ένας αντάρτης, που θα είχε για στίβο του αγώνα του τη γη, κι όχι ένα συγκεκριμένο τόπο. Μόχθο του θα είχε την απεγνωσμένη πειρατεία, και κλίμα της ψυχής του την απέραντη μοναξιά! Θα ήταν ένας Οδυσσέας αντι-Ομηρικός, που σε τίποτα δεν θα θύμιζε τον ήρωα του αρχαίου συγγραφέα. Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη συγγενεύει αναμφίβολα με τον Οδυσσέα του Δάντη, αθεράπευτα κοσμογυριστής κι αυτός όπως τον ήρωα του Ιταλού δημιουργού.

Μόνο που ο Δάντης αφιερώνει στον ήρωά του μόνο τριάντα (30) “τερτσίνες” στο ΚΣΤ’ Canto της “Κόλασης”, ενώ ο Κρητικός συγγραφέας εμπνέεται απ’ αυτόν σε 33.333 στίχους! Γνωρίζοντας μας έναν Οδυσσέα πλασμένο μέσα στο κλίμα του 20ου αιώνα, με μια αχόρταγη καρδιά, που θέλει να τα ζήσει και να τα γνωρίσει όλα, να γεμίσει από μεστές εμπειρίες, να κάνει έργα ανώτερα και αιώνια, που ακολουθεί τυφλά το δρόμο της μάθησης και της γνώσης και που προσπαθεί να κερδίσει όσο περισσότερες ώρες μπορεί από την «αιώνια σιωπή».
Είναι ο Οδυσσέας με την ψυχή του Καζαντζάκη. Τον αναγνωρίζουμε απ’ αυτήν ακριβώς την λαχτάρα του να κερδίσει καιρό.
Η ίδια επιθυμία, η ίδια αγωνιώδης προσπάθεια, όπως τότε που έγραφε από την Αντίμπ της Γαλλίας, στις 20-2-57, στον φίλο του Μιχάλη Καραγάτση:
«…εδώ δουλεύω ήσυχα, χωρίς να χάνω καιρό∙
γιατί λίγος μου μένει ακόμα και πρέπει να βιαστώ∙
θάθελα να κατέβω στο δρόμο, ν’ απλώσω το χέρι
σαν ζητιάνος και να παρακαλώ τους διαβάτες που
σουλατσάρουν πάνω-κάτω και χάνουν άδικα τον
καιρό τους: Κάμετε ελεημοσύνη Χριστιανοί,
ελεήσετε με λίγο από τον καιρό που χάνετε…».
Το γενικό συμπέρασμα από το έπος της “Οδύσσειας” είναι πως το χαρακτηριστικό της είναι η ταύτιση του ποιητή με τον ήρωα. Και οι δύο, δεν στρατεύονται σε καμιά ιδεολογία παρόλο που είναι διαρκώς σε ετοιμότητα. Ο πόθος για δράση τους καίει, το ίδιο και η επιθυμία για ταξίδια και γνώση.
Αγωνίζονται να τα γνωρίσουν όλα, να τα προλάβουν όλα, ρουφούν ιδέες και αντιτάσσουν την ακόρεστη δίψα τους για ζωή, στον παραλογισμό του θανάτου. Κρύβουν μια καρδιά ανειρήνευτη, που μέσα από την ψυχολογία των πολιορκημένων πραγματοποιούν την ερμηνεία της απόλυτης ελευθερίας.
Ψυχολογώντας την στάση αυτή του ήρωα της “Οδύσσειας”, θα μπορούσαμε να τη χωρίσουμε σε φάσεις:
1) Στην αισθητική: Είναι η περίοδος εκείνη που η ψυχή του δοκιμάζεται από ποικίλες επιδράσεις, που ζει «κατ’ αίσθησιν» τον κόσμο, δεν στρατεύεται ούτε κατασταλάζει πουθενά, και αφήνει να τον κατευθύνει η μοίρα.
2) Την Ηθική: Ξαφνικά “ζωντανεύει”, θέλει να φτιάξει πράγματα σπουδαία και μοναδικά, ονειρεύεται καινούργιες κατακτήσεις, ενώ νέα ιδανικά και ιδέες κυριαρχούν στην ψυχή του και του ξεσηκώνουν από ενθουσιασμό τον νου. Αλλά είναι μοιραίο τα όνειρα να καταποντιστούν, οι φίλοι να τον εγκαταλείψουν, οι πιστοί σύντροφοι να πεθάνουν, κι ο ίδιος, γεμάτος απογοήτευση και πίκρα να ξεκόψει από τα ανθρώπινα. Είναι ώριμος και απελπισμένος, έτοιμος για την επόμενη φάση.
3) Την μεταφυσική: Εδώ πια ο Ποιητής – Οδυσσέας περνά σε άλλη σφαίρα. Υστερα απ’ όσα πέρασε και πονέσε, ξεναγεννιέται τελείως, αλλάζει ριζικά και φτάνει ως την απόλυτη ελευθερία. Μια καινούργια κοσμοθεωρία τον καταλαμβάνει. Και ο ψυχικός πόνος τον οδηγεί σε καινούργια μονοπάτια στοχασμού. Τον έμαθε αυτός ο ψυχικός πόνος, να εξοικειώνεται μαζί του, να τον βλέπει τελικά απαραίτητο για την παραπέρα πορεία του.
Όπως έγραφε από το Παρίσι στις 5 Απριλίου 1948 στο φίλο του Θράσο Καστανάκη:
«..άλη παρηγοριά στον πόνο αυτό δεν είναι από το να μη παρηγορηθούμε ποτές.. Η μόνη παρηγοριά που υπάρχει, ο Καιρός, είναι ακόμα πιο χειρότερη, γιατί εξεφτελίζει την ψυχή του ανθρώπου… ο καιρός αρχίζει να δένει την πληγή, κι η ψυχή καταντάει στη φριχτή αφτή δύναμη, να θυμάται το φίλο χωρίς να σπαράζεται, όπως στην πρώτη στιγμή…».
Και ευχόταν στον Θράσο Καστανάκη, που φαίνεται από τα γραφόμενα πως κάποιον δικό του άνθρωπο είχε χάσει: «..αυτό τον πόνο Σου, να μην αφήσεις ποτέ να στον εξεφτελίσει, δηλαδή να τον λιγοστέψει ο Καιρός…».
Ένα λοιπόν από τα σπουδαιότερα βιώματα του Ποιητή – Οδυσσέα είναι ο ψυχικός πόνος και η μοναξιά. Είναι άλλωστε γεννημένος και πλασμένος γι’ αυτά. Αυτός ο κοσμογυρισμένος μονιάς που ψυχοπλάνταζε μέσα στους αγωνιώδεις οραματισμούς του, έζησε και ένοιωσε τη μοναξιά με την ηδονή και με την οδύνη της. Την έκανε καταφύγιο, άλλοτε για να κατασιγάσει την τρικυμία της ψυχής του και άλλοτε για να ταξινομήσει τις σκέψεις του:
«Κάμποσες φορές στη ζωή του είχε τολμήσει να είναι ευτυχής: πάνω στη δημιουργία, πάνω στο ταξίδι…». Τρύγησε όλα τα’ αγαθά της μοναξιάς, από το λυτρωτικό κλάμα του αρρήτου πόνου και της άρρητης χαράς, ίσαμε την έσχατη ενατένιση του Τίποτα» γράφει ο Πρεβελάκης.
Κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα εξομολογηθεί:
«Ανυπομονώ να μπω πάλι στην πυραχτωμένη ατμόσφαιρα της μοναξιάς, όπου μονάχα αναπνέω…»
Και θα γράψει πλησιάζοντας στον επίλογο της “Οδύσσειας”:
«Δεν αγαπώ τον άνθρωπο, αγαπώ
Την φλόγα που τον τρώει…»


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου