Στ’ άρματα
Κι ο πόλεμος ο κόκκινος πόλεμος είναι
το τραγούδι που πάω τραγουδώντας μέσ’ από τους δρόμους σου, Πολιτεία! Whitman («Τυμπανοκρουσίες»). |
1.
Στ’ άρματα! Εμπρός, ολόρθοι, φτερωμένοι!Παρατήστε της δάφνης τα κρεβάτιαπου να σημαδευτούνε δεν προφτάσαναπ’ τα κορμιά σας.
5Από της Κρήτης τα νερά ώς τον κόρφοτο θεσσαλονικιώτη προς τον Αίμοτο σάλπισμα το μέγα το σαλπίζειΣΑΛΠΙΧΤΗΣ, βράχος.
Και σαν τον έρμο αντίλαλο κρυμμένο10στα ολόβαθα του σπήλιου που δεν είναιπαρά από μύρια στόματα ένας ίσκιοςγια να πληθαίνει
την ξένη τη φωνή που την αδράχνεικαι μας την ξαναρίχνει στοιχειωμένη,15κι εγώ ειμ’ αχός κι απ’ την ερημιά μου κράχτης:—Εμπρός! Ολόρθοι!
(Βοηθήστ’ εσείς, του Παρνασσού, του Ολύμπου160πουλιά, πνοές, ήχοι!)
κάποιο τραγούδι να χυθεί γυρεύει,κι όχι από λάβρο Πίνδαρο αϊτός ύμνος·Ομήρου γαληνού επικό ποτάμισε μια Ιλιάδα.
5.
165
Πάντα καιρός για να σας ξαναβρούμε,της ειρήνης και της μελέτης Ώρες,Λευκοθέες, που μας ρίχνετε τους πέπλους180ναυαγοσώστες.
Όσο πιο άγριο το μάτωμ’, άλλο τόσοπιο ποθητές· κι όσο πικρή είν’ η δάφνη,τόσο γλυκιά είν’ η μυρουδιά του ρόδουστην αγκαλιά σας.
7.
—Κι εσύ, Όνειρο, που μόλις ξεσκεπάζεις,όψη άπλαστη, αξεδιάλυτη, και σβήνεις,215και ή δεν μπορείς ή δεν τολμάς την όψηνα ξαναδείξεις,
Και ω των πατρίδων η Πατρίδα, ω Μάνα,στου Σαλπιχτή το σάλπισμα το μέγαπετιέσαι από της δάφνης το κρεβάτι260που δεν κοιμόσουν,
και λες: —Κι εγώ είμ’ εδώ! Η μεγαλοσύνηστα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα,με της καρδιάς το πύρωμα μετριέταικαι με το αίμα.
12 του Τρυγητή 1915
|