Σελίδες

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Χαρακτήρας

Ομηρικοί 
Χαρακτήρες
Με τον όρο «χαρακτήρες» αναφερόμαστε συνήθως στα πλασματικά πρόσωπα που συναντάμε στα λογοτεχνικά έργα, κυρίως στα πεζογραφικά. Εναλλακτικά, πολλοί μελετητές χρησιμοποιούν και τους όρους «πρόσωπα» ή «δρώντα πρόσωπα» ή «ήρωες», καθώς και τον πολύ παλαιότερο «πρόσωπα του δράματος» (dramatis personae), δανεισμένο από το χώρο του θεάτρου.


Οι πρώτες απόπειρες μελέτης των χαρακτήρων χρονολογούνται από την αρχαιότητα και συνδέονται φυσικά με το δράμα, αφού η μυθοπλαστική πεζογραφία είναι ένα είδος πολύ μεταγενέστερο. Πρώτος ο Αριστοτέλης διακρίνει τους χαρακτήρες («ήθη») που συναντάμε στο αρχαίο δράμα, σε καλούς («σπουδαίους») και κακούς («φαύλους»). Μάλιστα, με την ταξινόμησή του αυτή εγκαινιάζει μια μακρόχρονη παράδοση, που μέσα από μια σειρά παρερμηνειών και παραμορφώσεων, θα οδηγήσει σταδιακά στην άποψη ότι σε κάθε δραματικό είδος αναλογεί κι ένα συγκεκριμένο είδος χαρακτήρων: στην τραγωδία, που είναι το ανώτερο είδος, θα πρέπει να εμφανίζονται πρόσωπα απ' τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, ενώ στην κωμωδία, το ταπεινό είδος, οι ήρωες θα πρέπει υποχρεωτικά να ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα! Τελικά, βέβαια, με την επικράτηση πρώτα του αστικού κι έπειτα του σύγχρονου δράματος, αυτού του είδους τα κριτήρια θα καταργηθούν: κάθε έργο θα μπορεί να συγκεντρώνει όλων των ειδών τους χαρακτήρες και κάθε χαρακτήρας όλων των ειδών τα γνωρίσματα. Εξάλλου, με το σύγχρονο δράμα, παρατηρείται και μια άλλη εξέλιξη: ο χαρακτήρας που ως τότε κατείχε κεντρική θέση στο έργο, σιγά σιγά διαλύεται, αντικατοπτρίζοντας τη σύγχρονη κρίση της αστικής προσωπικότητας και ατομικότητας.


Οι εξελίξεις αυτές, τις οποίες περιγράψαμε εδώ αρκετά συνοπτικά, αφορούν βέβαια και την πεζογραφία, και κυρίως το μυθιστόρημα, που τους δυο τελευταίους αιώνες πέρασε από παρόμοια, θα λέγαμε, στάδια: από την ολοκληρωτική υποταγή στους χαρακτήρες, στην έντονη αμφισβήτηση και υπονόμευσή τους και, τελικά, στην πλήρη απελευθέρωση. Ωστόσο, η σύνδεση μεταξύ θεάτρου και πεζογραφίας σε ό,τι αφορά το ζήτημα των χαρακτήρων δεν είναι και τόσο σωστή. Αρκεί να σκεφθούμε τις μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στα πρόσωπα του μυθιστορήματος και σε αυτά του θεάτρου (ή και του κινηματογράφου): για παράδειγμα, τα πρώτα συνιστούν κατασκευές καθαρά λεκτικές, κειμενικές, ενώ τα δεύτερα προϋποθέτουν σκηνική πραγμάτωση, που στη διάρκειά της προσλαμβάνουν αισθητή ύπαρξη, μέσα από το σώμα του ηθοποιού.

Ένα από τα πρώτα ζητήματα που θα πρέπει να μας απασχολήσουν ως προς τους μυθοπλαστικούς αφηγηματικούς χαρακτήρες, είναι η σχέση τους με την πραγματικότητα και ειδικότερα με τα φυσικά, αληθινά πρόσωπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι συχνά αναφερόμαστε σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες σα να επρόκειτο για πραγματικά πρόσωπα, με αυτόνομη ύπαρξη. Αυτού του είδους η συμπεριφορά συνιστά, βέβαια, κατάλοιπο ορισμένων παλαιότερων απόψεων που έχουν κυριολεκτικά παγιωθεί στο μυαλό όλων μας κι είναι πολύ δύσκολο να τις αποβάλλουμε.


Σύμφωνα με μιαν απ' αυτές τις απόψεις, οι χαρακτήρες δείχνουν τόσο φυσικοί και ζωντανοί, επειδή πράγματι αποτελούν αντανακλάσεις υπαρκτών προσώπων, τα οποία γνώριζε ο συγγραφέας (είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό ένας χαρακτήρας να συνιστά αντανάκλαση του ίδιου του δημιουργού του)· άρα, μια προσεκτική έρευνα θα αποκαλύψει ίσως τα πραγματικά πρόσωπα τα οποία κρύβονται πίσω από τους πλασματικούς χαρακτήρες, προσφέροντάς μας και πολύτιμες ενδείξεις για την κατανόηση του έργου.

Μια δεύτερη παραδοσιακή θεωρία σχετικά με τους χαρακτήρες είναι ότι εκφράζουν την άποψη που ενδεχομένως έχει κάθε συγγραφέας, γενιά, σχολή, εποχή κτλ. για τον άνθρωπο.

Δουλειά

img2_2
Βάλιας Σεμερτζίδης, Το όργωμα
- Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε.
Οι πρόσκοποι γύριζαν εκείνη την ώρα κι έφερναν την είδηση πως οι εχθροί ήταν σκορπισμένοι άλλοι εδώ και άλλοι εκεί, πως η πεδιάδα όλη ήταν σπαρμένη με τ' άρματα που είχαν ρίξει φεύγοντας, και πως ο θείος Βασιλιάς, από το κακό του και το θυμό του, είχε αρρωστήσει και είχε φωνάξει από την πατρίδα του το μεγαλύτερο σοφό να τον γιατρέψει. Λογάριαζε, λέει, μόλις γίνει καλά, να σηκώσει καινούριο στρατό και να ξαναρχίσει τον πόλεμο.
Το Βασιλόπουλο έβαλε τότε ανθρώπους να μαζέψουν τα σκορπισμένα όπλα του εχθρού. Ύστερα έστειλε τον Πολύκαρπο στη χώρα ν' αγοράσει σιτάρι, κριθάρι, και ό,τι άλλο μπορούσε να σπείρει. Άλλους έστειλε σε όλο το βασίλειο ν' αγοράσουν από τους χωρικούς τα βώδια τους και τ' αλέτρια, που για χρόνια σκούριαζαν στους ερειπωμένους στάβλους. Και βλέποντας τους στρατιώτες που με δεμένα χέρια κάθουνταν και κουβέντιαζαν ή ξαπλωμένοι στον ήλιο έχασκαν ή σεργιάνιζαν στην ακροποταμιά, τους φώναξε όλους και τους είπε:
- Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε.
Και παίρνοντας μια τσάπα, θέλησε να σκάψει το χώμα, δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. Αλλά οι στρατιώτες δεν τον άφησαν.
- Όχι σήμερα, Αφέντη, του είπαν, δεν κάνει με το πληγωμένο σου χέρι και το δεμένο σου κεφάλι! Άφησε μας να κάνομε μεις αυτή τη δουλειά. Εσύ πρόσταξε μας μονάχα από πού ν' αρχίσομε.
Αφού λοιπόν τους έστρωσε όλους στη δουλειά, πήρε πάλι το δρόμο της χώρας και από κει τράβηξε στου δασκάλου το σπίτι. Βρήκε πάλι δυο-τρία πεινασμένα παιδιά, που πότιζαν κι έσκαβαν το περιβόλι του «Σχολείου του Κράτους», ενώ στο σπίτι μέσα ο δάσκαλος, ξαπλωμένος σε δυο καρέγλες, με το χέρι ακουμπισμένο σε τρίτη, διάβαζε την «Κύρου Ανάβαση».
- Α, όχι, αυτό δεν κάνει πια! είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ήρθε η ώρα όπου όλοι θα δουλέψουμε, και συ με τους άλλους, κυρ-δάσκαλε.
Ο δάσκαλος παράτησε το βιβλίο του και με κάποια ειρωνεία ρώτησε:
- Τι δουλειά μπορώ εγώ να κάνω; Μήπως εγώ θα σιάξω τον τόπο;
- Ναι, εσύ κι εγώ και όλοι μας θα σιάξομε τον τόπο, διορθώνοντας όμως πρώτα-πρώτα τον εαυτό μας! είπε θυμωμένα το Βασιλόπουλο.

Έπος


Πτερόεντα Έπη
Έπος
Τα έπη είναι πολύστιχα ποιήματα αφηγηματικού χαρακτήρα. Το κύριο εξωτερικό χαρακτηριστικό τους δηλαδή είναι η υπερβολική κειμενική τους έκταση, ενώ το βασικό εσωτερικό τους γνώρισμα είναι ότι ανήκουν στο ευρύτερο αφηγηματικό είδος του λόγου.


Για την ελληνική λογοτεχνία, το έπος είναι το πρώτο είδος έντεχνου λόγου που αναπτύχθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. στην αρχαία Ελλάδα, με πιο αντιπροσωπευτικά έργα την ομηρική Ιλιάδα και Οδύσσεια. Και τα δύο αυτά έργα ανήκουν στο λεγόμενο ηρωικό έπος. Ο δεύτερος επικός ποιητής στην αρχαία Ελλάδα είναι ο Ησίοδος, ο οποίος και θεωρείται ο εισηγητής του λεγόμενου διδακτικού έπους. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκει το ησιόδειο έπος Έργα και ημέραι.

eikonaE02
Σελίδες του Έπους του Διγενή Ακρίτα από το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών.



Στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, που αρχίζει από το 10ο αιώνα μ.Χ., δε γράφονται έπη της αξίας και του μεγέθους των αντίστοιχων ομηρικών. Αν εξαιρέσουμε το Έπος του Διγενή Ακρίτα, μπορούμε να πούμε ότι το είδος της επικής ποίησης έχει περιέλθει σε παρακμή. Πολύστιχα, βέβαια, ποιήματα με αφηγηματικό χαρακτήρα γράφονται αλλά δεν ανήκουν απόλυτα στο γνήσιο είδος της επικής ποίησης. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επικολυρικό ποίημα 

(ανήκει στη λεγόμενη κρητική λογοτεχνία).


Επίσης, οι δυο μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του Κωστή Παλαμά — Η φλογέρα του βασιλιά καιΟ Δωδεκάλογος του γύφτου — ανήκουν κι αυτές στο επικολυρικό είδος του λόγου. Εξαίρεση ίσως μπορεί να αποτελέσει η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη, που είναι το εκτενέστερο έπος της λευκής φυλής (33.333 στίχοι). Σήμερα, οι γραμματολόγοι χαρακτηρίζουν το έργο αυτό ως φιλοσοφικό έπος.


Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Η ζώνη του Πολύδωρου


Η ΓΝΩΣΗ και η ΖΩΝΗ της Ομορφιάς της Σοφίας και της Αρμονίας
Πολύ λίγη ώρα αναπαύτηκαν οι στρατιώτες εκείνη την ημέρα. Οι εχθροί είχαν φύγει, μα έμενε δουλειά πολλή να γίνει. Ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του ξανάδεσαν το γεφύρι, οι στρατιώτες έθαψαν τους σκοτωμένους εχθρούς και φίλους, και ο Κακομοιρίδης εγύρισε στο μεταλλείο και το σιδηρουργείο με τον αδελφό του, για να φτιάσουν όπλα καινούρια και αρκετά, ώστε να ξαναρχίσει ο πόλεμος και να διώξουν τους εχθρούς πέρα από τα σύνορα.
Το Βασιλόπουλο, αφού έστησε το στρατόπεδο του, κι έβαλε φρουρούς στο γύρο, έστειλε προσκόπους να δουν πού βρίσκουνταν οι εχθροί και πόσοι ήταν. Ύστερα ανέβηκε στο παλάτι.
Τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα, και παραξενεύθηκε που δεν άκουσε τις συνηθισμένες φωνές της Ζήλιως και της Πικρόχολης. Πήγε ίσια στο μαγειριό, με την ελπίδα να δει την Ειρηνούλα πρώτη. Το μαγειριό ήταν σε τάξη. Μερικά αγριόχορτα έβραζαν σ' ένα τέντζερε απάνω στη φωτιά, αλλά η αδελφή του έλειπε και το Βασιλόπουλο πήγε στην τραπεζαρία να τη ζητήσει. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο Βασιλιάς με τα χέρια στις τσέπες πήγαινε κι έρχουνταν συλλογισμένος και νευρικός.
Η Βασίλισσα κάθουνταν κοντά στο τραπέζι, και με ακούραστη υπομονή καταγίνουνταν να φτιάσει μια κορώνα με μολυβόχαρτο και τενεκεδάκια. Μα όλο ξανασπούσε η κορώνα και όλο ξανάρχιζε η Βασίλισσα. Στο παράθυρο καθισμένη, η Ειρηνούλα κοίταζε κατά το ποτάμι, και κάθε λίγο σκούπιζε τα μάτια της, κατακόκκινα και πρισμένα από τα κλάματα. Σηκώθηκε στενάζοντας να βγει έξω και μπροστά της είδε το Βασιλόπουλο με το κεφάλι δεμένο και με το χέρι κρεμασμένο. Έβγαλε μια φωνή και ρίχθηκε στο λαιμό του.
- Πού ήσουν; Τι έπαθες; φώναξε. Ο Βασιλιάς γύρισε με ορμή.
- Τι; Εσύ είσαι επιτέλους; είπε μισοθυμωμένος, μισοχαρούμενος. Καιρός ήταν να θυμηθείς να γυρίσεις στο πατρικό σου! Δε συλλογιέσαι και μας εδώ τι τραβούμε, μόνο στη χώρα μου γυρίζεις; Να, ωραία πράματα γίνηκαν όσο έλειπες! Οι αδελφές σου ξεπόρτισαν μαζί με τις παρακόρες.
- Ναι, πρόσθεσε η Βασίλισσα χωρίς να σηκωθεί, παραδομένη στην κορώνα της, και φύγανε, οι άκαρδες, χωρίς να με πάρουν και μένα μαζί.
Το Βασιλόπουλο έστεκε σα ζαλισμένο.
- Και πού πήγαν; ρώτησε.
- Όσα ξέρεις τόσα ξέρω! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς με μεγάλες χειρονομίες. Φύγανε χωρίς να μας πουν τίποτα, και πήραν μαζί τους όσο φαγί περίσσεψε από χθες, και σήμερα δεν έχομε τίποτα να φάμε!
- Έχομε, πατέρα, είπε η Ειρηνούλα σκουπίζοντας τα μάτια της που ολοένα ξαναγέμιζαν δάκρυα. Μάζεψα αυγά στο δάσος κι έβρασα ξυνήθρα. Να δεις. Θα σου κάνω ωραία σούπα...
- Βέβαια! Με χόρτα τώρα θα ζούμε! είπε ο Βασιλιάς. Και με τι χόρτα! Αγριόχορτα!
Και γυρνώντας στο γιο του ρώτησε απότομα:
- Εσύ τουλάχιστον συλλογίστηκες να σκοτώσεις κανένα αγριόπουλο;
- Όχι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δεν πρόφθασα.
- Αμέ βέβαια! Με τους ξένους γυρνάς, και τι ξένους! Ένα σωρό προστυχιάρηδες, και τους δικούς σου ούτε τους συλλογίζεσαι! είπε ο Βασιλιάς.
Μα έξαφνα αλλάζοντας τόνο ρώτησε:
- Αλήθεια, πες μου, τι έκανες χθες με όλους αυτούς τους λυσσασμένους; Και τι έπαθε το κεφάλι σου; Σε χτύπησαν αυτοί; Πώς τους ξεφορτώθηκες;
- Δεν τους ξεφορτώθηκα, είπε με συγκίνηση το Βασιλόπουλο, τους οδήγησα στη μάχη και πολέμησαν σα λεοντάρια, και νίκησαν, κι έσωσαν το βασίλειο σου, και πέθαναν, πατέρα, για να γλιτώσει ο γιος σου...
Ο Βασιλιάς σταμάτησε, κάπως ντροπιασμένος για τα ασυλλόγιστα λόγια που είχε πει.
- Πώς; Έγινε μάχη; ρώτησε μαγκωμένος. Μα γιατί δεν το 'λεγες πρωτύτερα;
- Και συ πληγώθηκες! αναφώνησε η Ειρηνούλα, γυρεύοντας να συγκρατήσει τ' αναφιλητά της.
Το Βασιλόπουλο διηγήθηκε τότε πώς έφτιασε ο πρωτομάστορης το γεφύρι, πώς τη νύχτα πέρασαν οι στρατιώτες του κι έπεσαν στο κοιμισμένο στρατόπεδο, κι έτρεψαν τους εχθρούς σε φυγή, μαζί με το Βασιλιά τους. Είπε με τι ανδρεία πολέμησαν ως το πρωί, με αγροτικά εργαλεία αντίς όπλα χωρίς φαγί, κουρασμένοι, αποκαμωμένοι, και όμως ως το θάνατο αφοσιωμένοι στο Βασιλόπουλο που τους οδηγούσε. Ο Βασιλιάς τον άκουε, πρώτα μ' έκπληξη και ύστερα με συγκίνηση, και στο τέλος με τέτοιον ενθουσιασμό, που δε βαστάχτηκε πια και άρπαξε το γιο του στην αγκαλιά του.
- Εσύ τους έκανες τέτοιους! φώναξε. Εσύ τους ξύπνησες, εσύ είσαι άξιος να τους κυβερνήσεις! Θα σε κάνω εσένα Βασιλιά!
Εκείνη την ώρα έφθανε και ο Πολύκαρπος.
- Αφέντη, είπε, οι στρατιώτες πεινούν! Πήγαμε στο μπακάλη της πλατείας να πάρομε ελιές και κουκιά, μα δε θέλει, λέει να δώσει τίποτα χωρίς πληρωμή. Και κανένας δεν έχει λεφτά, γιατί κανένας δε δούλεψε χθες. Τι να κάνομε;
Το Βασιλόπουλο έλυσε από τη μέση του μια φαρδιά πέτσινη ζώνη κι έβγαλε ένα-δυο φλουριά.
- Να πληρώσετε τα κουκιά και τις ελιές, είπε, και να φάνε οι στρατιώτες όσο θέλουν. Για σήμερα αυτά φθάνουν. Αύριο βλέπομε τι θα γίνει.
Ο Βασιλιάς, καθώς είδε τα φλουριά, ενθουσιάστηκε.
- Πού τα βρήκες; ρώτησε χαρούμενος. Στείλε γρήγορα τον Πολύκαρπο να μας αγοράσει κανένα παχύ-παχύ γαλόπουλο...
Κι έκανε ν' αρπάξει τη ζώνη. Μα το Βασιλόπουλο έπιασε το απλωμένο χέρι του.
- Τα φλουριά αυτά είναι ιερά, πατέρα, είναι βαμμένα μ' αίμα, είπε.
Και τού έδειξε έναν πλατύ κόκκινο λεκέ, που απλώνουνταν στη ζώνη.
- Ο Πολύδωρος τα πλήρωσε με τη ζωή του, πρόσθεσε συγκινημένος. Θα ξοδευτούν ως το τελευταίο για την Πατρίδα.
- Πώς θα τα ξοδιάσεις; ρώτησε ο Βασιλιάς δυσαρεστημένος. Τι άλλο έχεις πια να κάνεις; Ο εχθρός έφυγε και πάει!
- Ο εχθρός δεν έφυγε, κι ας μη φαίνεται, είπε το Βασιλόπουλο. Μα και αν είχε φύγει πέρα από τα σύνορα, ούτε αυτό δε θ' αρκούσε, γιατί δεν έχομε κάστρα, ούτε στρατό να τον εμποδίσουμε να ξανάρθει.
- Και με αυτά τα φλουριά ελπίζεις να χτίσεις κάστρα και να οπλίσεις στρατό; ρώτησε ο Βασιλιάς ξεκαρδισμένος στα γέλια. Μα, παιδί μου, για να κάνεις αυτά που λες, θέλεις στέρνες γεμάτες φλουριά, και πάλι δε φθάνουν.
- Θ' αρχίσω με αυτά, είπε το Βασιλόπουλο, και ώσπου να τελειώσουν, ίσως βρω και άλλα.
- Πού; Μα πού; ρώτησε ο Βασιλιάς και άρχισε πάλι να θυμώνει.
- Πού; είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. Ισως δουλεύοντας τη γη που θα μας θρέψει.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Δικαιοσύνη


Το Σχοινί και το Σπαθί της Δικαιοσύνης
Ο Κακομοιρίδης, που πολεμούσε στην άλλη άκρη του στρατοπέδου, αφού κυνήγησε κάμποση ώρα τους εχθρούς, γύρισε και, μη βλέποντας το Βασιλόπουλο, ρώτησε πού ήταν. Μα δεν ήξεραν να του πουν. Με ανησυχία τον αναζητούσε δω κι εκεί, όταν μερικοί στρατιώτες, που βρίσκονταν κοντά στη σκηνή του θείου Βασιλιά, τον φώναξαν.
- Έλα δω, κυρ-Κακομοιρίδη, σε θέλομε να σου δείξομε κάτι, είπαν.
Και όλοι μαζί ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Ανάμεσα τους βαστούσαν έναν άνθρωπο από τις μασχάλες. Το κεφάλι του ήταν πεσμένο μπροστά, τα μαλλιά του άνω-κάτω, το πλούσιο βελουδένιο βυσσινί του ρούχο κάτασπρο από τη σκόνη. Και, μόλις έκαναν οι στρατιώτες να τον αφήσουν, έπεφτε χάμω.
- Τι έχει αυτός ο δυστυχισμένος; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Πληγωμένος είναι ή άρρωστος;
Οι στρατιώτες ξέσπασαν πάλι στα γέλια.
- Ούτε το ένα ούτε το άλλο, αποκρίθηκαν, μόνο τρέμει από το φόβο του.
Ο Κακομοιρίδης σίμωσε και θέλησε να διώξει τους στρατιώτες και ν' αφήσει ελεύθερο τον άνθρωπο. Μα μόλις τον είδε κοντοστάθηκε.
- Ο δικαστής! φώναξε.
Καθώς άκουσε ο κυρ-Λαγόκαρδος τη φωνή του Κακομοιρίδη, κόπηκαν ολότελα τα γόνατα του και, γλιστρώντας από τα χέρια των στρατιωτών, ξαπλώθηκε στα χώματα.
- Πού ήταν; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Πώς δεν έφυγε με τους άλλους;
- Μη ρωτάς πώς τον βρήκαμε! είπε ένας στρατιώτης. Μπήκαμε στη σκηνή του Βασιλιά να μαζέψομε τα πράματα και να τα πάμε στο Βασιλόπουλο, όταν είδαμε κει ένα κάθισμα σκεπασμένο με χαλί. Ένας φίλος μου κάθησε να ξεκουραστεί, κι έξαφνα το κάθισμα γκρεμίστηκε και ο φίλος μου έπεσε ανάσκελα. Τρομάξαμε μην τύχει και σπάσαμε τίποτα πολύτιμο και βιαστικά σηκώσαμε το χαλί. Και τι να δούμε; Την αφεντιά του, μισοπεθαμένο από το φόβο!
Ο Κακομοιρίδης τον κοίταξε με αηδία.
- Μαζέψετε τον και φέρετε τον στο Βασιλόπουλο, πρόσταξε. Η Αφεντιά του θα τον δικάσει.
Και πήγε πάλι να γυρέψει το Βασιλόπουλο. Τον βρήκε καθισμένο σ' έναν κορμό δέντρου με το κεφάλι μαντιλοδεμένο. Ένας στρατιώτης, που βρέθηκε να είναι γιατρός, έπλενε κι έδενε την πληγή του ώμου του. Στα πόδια του ήταν ξαπλωμένο το αιματωμένο σώμα του νέου, και το Βασιλόπουλο τον έδειξε του Κακομοιρίδη.
- Σκοτώθηκε για να με σώσει, είπε με βραχνή φωνή.
- Έκανε κείνο που θα κάναμε όλοι, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης.
Η μέρα άρχιζε να γλυκοχαράζει. Οι άντρες, κουρασμένοι και πεινασμένοι, μάζευαν από τις σκηνές των εχθρών ό,τι έβρισκαν να φάνε, κι ετοιμάζουνταν να πέσουν να κοιμηθούν. Εκείνη την ώρα έφθασαν μερικοί στρατιώτες σέρνοντας μαζί τους τον κυρ-Λαγόκαρδο.
- Όχι τώρα, τους είπε ο Κακομοιρίδης. Ο Αφέντης είναι αποκαμωμένος.
Μα το Βασιλόπουλο τον άκουσε και θέλησε να μάθει τι έτρεχε. Σαν είδε και αναγνώρισε το δικαστή, πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του.
- Κυρ-Λαγόκαρδε, έχεις καμιάν εξήγηση να δώσεις πώς βρέθηκες εδώ; τον ρώτησε.
Ο ατάραχος τρόπος του Βασιλόπουλου καθησύχασε τους φόβους του κυρ-Λαγόκαρδου, και αμέσως ξαναθάρρεψε.
- Αχ, Αφέντη μου! κλαύθηκε. Αν ήξερες τι τράβηξα αφότου δε σε είδα! Έφυγα ο κακομοίρης για να σωθώ από τον Πανουργάκο, που θα με σκότωνε αν μάθαινε όσα σου είπα. Μα από τη μια τρομάρα έπεσα σε τρισχειρότερο κακό! Πέρασα το γειτονικό βασίλειο, και προτού προφθάσω να πω ωχ, με άρπαξαν και μ' έσυραν στο Βασιλιά το θείο σου. Σταμάτησε μια στιγμή κι έριξε γύρω μια πονηρή ματιά, να βεβαιωθεί πως τον πιστεύουν.
- Λοιπόν; ρώτησε ήσυχα το Βασιλόπουλο.
- Λοιπόν, τότε μου είπε ο Βασιλιάς ο θείος σου, πως είχε σκοπό να καταχτήσει το βασίλειο του πατέρα σου του Βασιλιά, και μου πρότεινε μεγαλεία και πλούτη, αν ήθελα να τον οδηγήσω ως εδώ. Μα πού εγώ ν' ακούσω από τέτοια!
Και πάλι κοίταξε γύρω του, μα αυτή τη φορά με κάποια ανησυχία. Η βαθιά σιωπή ολωνών του φαίνουνταν δυσάρεστη.
- Λοιπόν; είπε πάλι το Βασιλόπουλο.
- Εγώ του αποκρίθηκα πως προτιμώ χίλιες φορές το θάνατο παρά να δεχθώ τέτοιο παζάρι, εξακολούθησε ο Λαγόκαρδος. Και θύμωσε ο Βασιλιάς ο θείος σου, και μ' έδεσε σ' ένα άλογο και μ' έφερε αλυσοδεμένο ως εδώ. Ο Θεός με λυπήθηκε και σ' έβγαλε νικητή, και μ' έσωσες από τα χέρια αυτού του σκληρού Βασιλιά!
Σταυροκοπήθηκε, σκούπισε τα μάτια του κι επανέλαβε με τρεμουλιάρικη φωνή:
- Ο Θεός με λυπήθηκε!
Το Βασιλόπουλο έβγαλε από την τσέπη του ρούχου του ένα ζαρουκλιασμένο αιματωμένο χαρτί, το ξεδίπλωσε και το άπλωσε μπρος στο δικαστή.
- Το αναγνωρίζεις αυτό; ρώτησε.

Πυραμίδες Λόγου

pyramida1
Δράση  Δέση  Κορύφωση Λύση
Πυραμίδα του Freytag
Με τον όρο «πυραμίδα του Freytag» έχει μείνει γνωστό στην ιστορία της κριτικής το πυραμιδοειδές διάγραμμα που πρότεινε στα 1863 ο Γερμανός συγγραφέας και κριτικός Gustav Freytag, προκειμένου να αναπαραστήσει σχηματικά τα βασικά σημεία της πλοκής ενός σωστού και καλογραμμένου θεατρικού έργου, σύμφωνα βέβαια με τα κριτήρια της εποχής (ο Freytag είχε κυρίως κατά νου μια κλασική ή κλασικίζουσα τραγωδία σε πέντε πράξεις).


Προτού όμως φτάσουμε στο ίδιο το διάγραμμα, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ακόμη και πριν τον Freytag οι κριτικοί εξέταζαν όλα τα αφηγηματικά και δραματικά λογοτεχνικά έργα ως προς την πλοκή τους· είχαν, δηλαδή, ως στόχο τη διερεύνηση αυτού που ο Αριστοτέλης ονόμαζε «μύθο»: του τρόπου που ο συγγραφέας σχεδίαζε, οργάνωνε και συνέδεε τα διάφορα στοιχεία του έργου του (π.χ. γεγονότα, επεισόδια, σκηνές), προκειμένου να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.


Με βάση, λοιπόν, το τυποποιημένο κλασικό σχήμα, ένα έργο, για να είναι πραγματικά επιτυχημένο, πρέπει να ξεκινά με τη λεγόμενη «έκθεση», την παρουσίαση δηλαδή των βασικών προσώπων, καθώς και του πλαισίου μέσα στο οποίο θα εξελιχθεί η δράση· ή, για να το πούμε διαφορετικά, πρόκειται για την αποκάλυψη στον αναγνώστη ή το θεατή όλων των πληροφοριών που ο συγγραφέας κρίνει απαραίτητες για την κατανόηση της πλοκής. Ακολουθεί το λεγόμενο «στοιχείο πλοκής», δηλαδή το βασικό γεγονός που πυροδοτεί την έναρξη της δράσης, συνήθως θέτοντας κάποιες αντιτιθέμενες δυνάμεις σε κίνηση. Στη συνέχεια, η δράση κλιμακώνεται συνεχώς ακολουθώντας μιαν ανοδική πορεία, με τα γεγονότα να περιπλέκονται και συχνά να οδηγούν σε σύγκρουση. Κάποια στιγμή, η δράση φτάνει στο ανώτατο δυνατό σημείο, στο οποίο μοιάζουν να κρίνονται τα πάντα: η στιγμή αυτή, όπου τόσο η ένταση όσο και το ενδιαφέρον του αναγνώστη βρίσκονται στο υψηλότερο δυνατό σημείο, λέγεται «κορύφωση».


Το τμήμα του έργου από το ξεκίνημα της δράσης ως την κορύφωση, είναι βέβαια το πιο σημαντικό· πολλοί το ονομάζουν και «δέση». Από εκεί και πέρα, η δράση ακολουθεί μια πορεία, θα λέγαμε, καθοδική: όλα τα ζητήματα έχουν πια βρει την απάντηση τους, οι τυχόν συγκρούσεις έχουν ολοκληρωθεί και οδηγούμαστε σιγά σιγά προς τη λύση, δηλαδή προς το τέλος του έργου. Βέβαια, πάντα είναι πιθανό να σημειωθεί μια ξαφνική μεταβολή στην τύχη τον ήρωα —κάτι σαν αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε «περιπέτεια»— αλλά αυτή είναι και η τελευταία έκπληξη που μας επιφυλάσσει το έργο (θα πρέπει ακόμη να πούμε ότι στην τραγωδία, όπου η κατάληξη είναι συνήθως τραγική, μιλάμε όχι για λύση αλλά για «καταστροφή»).

Αυτή την «ιδανική» πλοκή, που εδώ την περιγράψαμε συνοπτικά και σε αδρές γραμμές, θέλησε να αναπαραστήσει σχηματικά ο Freytag, ως εξής:

eikonaP02

Στοχεύσεις Σκέψεων


Επιταχύνσεις  και Αδράνεια Σκέψης

Λοξή επίθεση και πλάγια σκέψη
Ν. Λυγερός

Η λοξή επίθεση επινοήθηκε από τον Επαμεινώνδα και δοκιμάστηκε από το Φίλιππο. Εντούτοις, δεν αναγνωρίστηκε η εμβέλεια της τακτικής της παρά μόνο όταν εφαρμόστηκε από τον Αλέξανδρο στη μάχη των Γαυγαμήλων τον Οκτώβριο του 331 π.Χ. Το κύριο γνώρισμα αυτής της επιθετικής τακτικής είναι ένας συμπαγής σχηματισμός 256 οπλιτών σε βάθος 16 σειρών. Ο κάθε οπλίτης των πρώτων σειρών κρατά μία σάρισα μήκους 4 έως 7 μέτρων ανάλογα με τις μάχες. Οι οπλίτες των επόμενων σειρών στηρίζουν τη δική τους σάρισα στον ώμο αυτού που προηγείται. Εκείνη την εποχή, δεν είχε βρεθεί καμία άλλη παράταξη να αντικρούσει αυτή τη δομή η οποία στη συνέχεια εξελίχτηκε στη ρωμαϊκή λεγεώνα. Όμως η δύναμη της οφειλόταν στη δυναμική της. Πράγματι, αυτή η δομημένη σαν σκαντζόχοιρο και προστατευμένη μάζα είχε μία απαράμιλλη διεισδυτική δύναμη. Εξάλλου ήταν ένα από τα βασικά συστατικά στη μάχη της Χαιρώνειας, χωρίς ωστόσο να αποτελεί την αιχμή του δόρατος της μακεδονικής επίθεσης. Στη μάχη των Γαυγαμήλων, ο Αλέξανδρος, όπως το τονίζει ο ιστορικός και στρατηγιστής Frontin, εφάρμοσε τη δική του γραμμή μάχης με τέτοιο τρόπο που μπορούσε να αναπτυχθεί προς όλες τις κατευθύνσεις· έτσι, σε περίπτωση που οι άνδρες του περικυκλώνονταν, μπορούσαν να πολεμήσουν από όλες τις πλευρές. Η επίθεση στην αριστερή πτέρυγα του Δαρείου αιφνιδίασε τον τελευταίο διότι η πτέρυγα του αυτή προσπεράστηκε από ένα τμήμα του ιππικού και διασκορπίστηκε με λοξό τρόπο. Παρόλο που η επίθεση στην αριστερή πτέρυγα ήταν αναμενόμενη εφόσον αποτελούσε τη φυσική προέκταση του κρατήματος της ασπίδας της εποχής, παραμένει ένα καινοτόμο στοιχείο μέσα σ’ ένα πλαίσιο το οποίο συνήθως είναι κεντροθετημένο και μετωπικό. Η ουσία της που προέρχεται απευθείας από τη φύση των υλικών, είναι ξεκάθαρη a posteriori εφόσον επιτρέπει μία σύγκλιση δράσης και μία ενίσχυση της επίθεσης μειώνοντας τη γωνία της, που σημαίνει ότι σε περίπτωση αντίστοιχης αντίστασης, προσφέρει μία δυνατότητα διείσδυσης του μετώπου, όταν μάλιστα είναι ενισχυμένη με το βαρύ οπλισμό των οπλιτών που εκμεταλλεύεται την ίδια του την αδράνεια σε επιτάχυνση.

Η λοξή επίθεση λόγω του συνόλου των χαρακτηριστικών της, αποτελεί τη στρατιωτική εφαρμογή του νοητικού σχήματος της πλάγιας σκέψης. Το αρχικό της σημείο είναι η συνειδητοποίηση της μη δυνατότητας άμεσης πρόσβασης στη γνώση. Άρα, κάθε άμεση μέθοδος είναι προεξοφλημένη σε αποτυχία. Αυτό το στάδιο, το οποίο μπορεί να φαίνεται στοιχειώδες για κάποιον αμύητο στην έρευνα, είναι στην πραγματικότητα το δυσκολότερο για τον κόσμο της νόησης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο και ως εκ τούτου σπάνιο να παρουσιάζουμε αποδείξεις της μη ύπαρξης μίας άμεσης μεθόδου. Έτσι ο ερευνητής σ’ αυτή την έμμεση φάση στηρίζεται στη διαίσθησή του και την εμπειρία του. Μόνο που όπως αυτές είναι περιορισμένες ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στο τελικό στάδιο τού απομένει μόνο η νοημοσύνη του για να εξάγει τα συμπεράσματά του. Ένας τρόπος να εξελιχτούμε σ’ αυτόν τον τομέα, είναι να διαχειριστούμε τα προβλήματα αποκλείοντας άμεσες μεθόδους. Αυτή η τεχνική που ίσως να φαίνεται τεχνητή, αποτελεί ένα θαυμάσιο μέσο για να αντιληφθούμε το υπό συζήτηση πρόβλημα με ένα βαθύτερο τρόπο. Η αύξηση της δυσκολίας πρόσβασης στη λύση, επιτρέπει μία λεπτή ανάλυση της δυναμικής των νοητικών δομών. Επιπλέον, η πλάγια σκέψη, ως ευρετική, μάς δίνει επίσης πρόσβαση σε αδύνατα σημεία της οντότητας του προβλήματος, διότι αυτά δεν βρίσκονται αναγκαστικά στην ορατή πλευρά του προβλήματος. Και είναι η κατανόηση που τα καθιστά ορατά. Αυτό το σημείο αποδεικνύει μία ιδέα της θεωρίας νοητικών σχημάτων ότι δηλαδή βλέπουμε ό,τι καταλαβαίνουμε.

Εν κατακλείδι, η πλάγια σκέψη όπως η λοξή επίθεση αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο διαχείρισης ενός προβλήματος μέσω της εφαρμογής της πολυδιάστατης πολυπλοκότητάς της. Πρόκειται, λοιπόν, για στοιχεία τακτικής για τα οποία οι γνώσεις στρατηγικής είναι προαπαιτούμενο. Με αυτή την έννοια, εισέρχονται στο χώρο του μη γραμμικού συλλογισμού


Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Σκοπεύσεις Ελευθερίας


"ΣΚΟΠΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" Vladimir Kush

Γίνε η  ΑΛΛΑΓΗ  που θέλεις να δεις στον κόσμο

ΟΙ  ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΙ  ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ   ΕΛΛΑΔΟΣ

 σε  Σκοπεύσεις  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ  με Μυθιστορική  Ανατροπή


Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ηράκλειοι Ατενισμοί


Το Ρόπαλο του Ηρακλή

Καθώς κοιτάς το Μηδέν στα Μάτια....

Ψηλά θα δεις τον Ηρακλή με το ρόπαλο του, τον αστραφτερό Ωρίωνα με το σπαθί του, τον ακεστήρα  Ασκληπιό, τον αλάθευτο τοξότη, τον Ηνίοχο, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
 
Ο Μέγας Κύων είναι εκεί και οι Κύνες θηρευτές, η Λύρα με τα τραγούδια της , ο Βέγγα, ο Πήγασος καθώς και ο Περσέας με την Ανδρομέδα.

Τέτοια στέκεται η χρυσή οδηγία του Ελληνικού Ουρανού. 

Καθώς την τελούμε και την εκτελούμε, κατέχουμε ότι δεν ζήσαμε τσάμπα.

Δεν ανταλλάξαμε τον πολύτιμο πλούτο τής εφήμερης ζωής με την στέρφα πλάνη της Αθανασίας των ηλιθίων Πιστών.

Ταξιδεύουμε στην γη όπως οι Δίδυμοι στον Ουρανό.

Μ ε   τ η ν  μ έ ρ α  μ α ς  θ ν η τ ή

Η  Α ψ ε υ δ ή ς  γ ν ώ σ η  γ ι α  τ η ν  μ ο ί ρ α  μ α ς  ε ί ν α ι  Α θ ά ν α τ η .

Καθώς κοιτάς το Μηδέν στα Μάτια δύνασαι

Να μην Αποκαρτερήσεις;

Από Οργή για τούς Αιώνες που Δεν θα Υπάρχεις

Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα

 Δ
ύνασαι Να μην Αποκαρτερήσεις;

Καθώς κοιτάς το Μηδέν στα Μάτια....

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Η μάχη


Οι γέφυρες των αναστεναγμών των φόρων των τογλύφων δανειστών κόβονται και γκρεμίζονται όπως  και τα πήλινα πόδια  άρπαγων  τραπεζικών κολοσσών

Το Βασιλόπουλο είχε φθάσει στο ποτάμι. Έκρυψε τους ανθρώπους του στο δάσος και τους παράγγειλε να μη βγουν από μέσα από τα δέντρα, για να μην τους δουν οι εχθροί. Το σχέδιο του ήταν τη νύχτα να περάσει στην άλλη όχθη, να πλακώσει με τους ανθρώπους του το κοιμισμένο στρατόπεδο, να ωφεληθεί από την αταξία και την τρομάρα που θα έπιανε τους εχθρούς, και να τους διώξει μακριά. Εκεί να τους βαστάξει με κάθε τρόπο, ώσπου να ετοιμάσει στρατό και στόλο, και τότε πολεμώντας τους γερά, να τους υποχρεώσει να ξαναπεράσουν τα σύνορα.
Μα για να επιτύχει το σκοπό του, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να μεταφερθούν οι στρατιώτες του αντίκρυ. Πήγε λοιπόν αμέσως να βρει τον Αμοιράκο για να του προτείνει ένα σχέδιο του. Από μακριά είδε κάτω από τα δέντρα ανθρώπους μαζεμένους και αναγνώρισε τον πρωτομάστορη σκυμμένο πάνω σ' ένα σώμα.
- Τι τρέχει; ρώτησε σιμώνοντας.
Ο πρωτομάστορης άκουσε τη φωνή του και γύρισε. Το πρόσωπο του ήταν αγέλαστο και χλωμό.
- Εσένα ζήτησε, Αφέντη, είπε χωρίς να σηκωθεί.
- Ποιος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
Και παραμερίζοντας τους εργάτες, έσκυψε και είδε το αιματωμένο πρόσωπο, όπου το βέλος είχε μείνει μπηγμένο στο φρύδι.
- Πολύδωρε! φώναξε, κι έπεσε στα γόνατα κοντά του. Σήκωσε το κεφάλι του υπασπιστή, το ακούμπησε στο στήθος του, και σκούπισε το αίμα που έσταζε από τα μουσκεμένα μαλλιά.
- Φέρτε νερό, γρήγορα! πρόσταξε.
- Περιττό, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης. Το παλικάρι πέθανε...
- Δε γίνεται! Θα ζήσει! Πρέπει να ζήσει! φώναξε το Βασιλόπουλο. Πολύδωρε... με ακούς! Μίλησε μου...
Δεν έλαβε απόκριση. Τα σφιγμένα χείλια έμειναν βουβά, μαρμαρωμένα στην παντοτινή σιωπή. Με νευρικά δάχτυλα έσπρωξε την πέτσινη ζώνη ν' ακούσει αν χτυπά η καρδιά. Το λουρί λύθηκε και χρυσά φλουριά χύθηκαν στο χώμα. Τοτε σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και γύρισε στους άντρες του.
- Στρατιώτες! φώναξε, και η φωνή του έτρεμε από την ταραχή της ψυχής του. Το παλικάρι αυθόρμητα έδωσε τη ζωή του στην πατρίδα, και σας έδειξε το δρόμο για να φθάσετε στη δόξα. Από τον καθένα σας απόψε ζητώ την ίδια θυσία, είτε στο θάνατο σας πάγω, είτε στη νίκη! Πατριώτες! Χαιρετήσετε τον Πρωτομάρτυρα!
Και σιωπηλά όλοι γύρω γονάτισαν.
Έθαψαν το παλικάρι εκεί που ξεψύχησε. Στο λάκκο μέσα, όπου τον ξάπλωσε το Βασιλόπουλο, με χέρια σταυρωμένα κοιμούνταν ο Πολύδωρος το στερνό του ύπνο. Πικρό χαμόγελο είχε παγώσει τα χείλια του. Τα μάτια του είχαν σβήσει χωρίς ν' ανταμώσουν του Αφέντη τη φωτεινή ματιά, που είχε ξυπνήσει στην ψυχή του τόση ομορφιά και δύναμη, και από μέτριο άνθρωπο τον έκανε ήρωα. Με βαριά καρδιά έπιασε πάλι ο καθένας τη δουλειά του, γιατί η ώρα περνούσε και ο εχθρός είχε ζυγώσει.
- Πρωτομάστορη, είπε το Βασιλόπουλο, έχω ένα σχέδιο για απόψε. Μα για να το επιτύχω, πρέπει εσύ να με βοηθήσεις.
- Πρόσταξε, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ό,τι θέλεις θα το κάνω.
- Ξέρω πως πούλησες το σπίτι σου και ό,τι είχες, για να πληρώσεις τεχνίτες και να μου φτιάσεις στόλο...
- Έκανα μονάχα το καθήκον μου, είπε απλά ο πρωτομάστορης.

Το Βασιλόπουλο του άπλωσε το χέρι.
- Σ' ευχαριστώ στ' όνομα της Πατρίδας, είπε συγκινημένος. Μα τώρα σου ζητώ να παρατήσεις τα καράβια σου. Έχω ανάγκη από κάτι πιο βιαστικό.
- Τα παράτησα, Αφέντη. Πες, τι θέλεις;
- Με το στρατό που έχω, δεν μπορώ να καταπιαστώ τακτικό πόλεμο. Λοιπόν, συλλογίστηκα να πέσω απόψε με τους στρατιώτες μου στο εχθρικό στρατόπεδο και να τους διώξω. Μα πρέπει γι' αυτό να περάσομε το ποτάμι.
- Και δεν έχεις καράβια, Αφέντη, αυτό θες να πεις;
- Σκέφθηκα πως πρέπει να μου φτιάσεις μια πρόχειρη γέφυρα... άρχισε το Βασιλόπουλο.
Αλλά ο πρωτομάστορης τον διέκοψε.
- Την έχω μισοέτοιμη, είπε. Το Βασιλόπουλο απόρησε.
- Ποιος σου είπε να την κάνεις; ρώτησε.
- Ο κουλός, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης.
Και διηγήθηκε στο Βασιλόπουλο τα λόγια που είχε ανταλλάξει με το ναύτη.
- Σου έφτιαξα λοιπόν πολλές πλωτές, εξακολούθησε. Την ώρα που διατάξεις, σιωπηλά και ήσυχα θα δέσομε τις πλωτές τη μια με την άλλη, και ο στρατός ολόκληρος θα περάσει.
- Πού είναι ο ναύτης; ρώτησε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. Θέλω αμέσως να του μιλήσω!
- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Από την ώρα που ανέβηκε το ποτάμι, δεν τον είδα πια. Το πληγωμένο παλικάρι βρέθηκε μέσα στις φελούκες του, μα ο ναύτης δε βρέθηκε.
- Δε σου είπε πού πήγαινε, σαν τον ρώτησες;
- Όχι. Είπε μόνο: «Μυστική υπηρεσία του Κράτους»! Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.
- Και ο Πολύδωρος δε σου είπε τίποτα;
- Δεν πρόφθασε, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ήταν αναίσθητος σαν τον κατέβασα στη στεριά και βουτηγμένος στο αίμα. Δοκίμασα να τον συνεφέρω, μα δεν άνοιξε τα μάτια του. Μουρμούρισε μόνο τ' όνομα σου δυο φορές και ξεψύχησε.
- Σα γυρίσει ο κουλός απόψε, θέλω να τον δω, είπε, μα το βράδυ ο κουλός δε γύρισε.
Είχε νυχτώσει καλά. Όλα ήταν έτοιμα. Το Βασιλόπουλο είχε κατατάξει τους στρατιώτες του, αφού τους μοίρασε τα όπλα καθώς και όλα τα δρεπάνια, τις τσάπες και όσα άλλα εργαλεία του είχαν φέρει οι χωρικοί. Με χαμηλή φωνή έδινε τις τελευταίες του οδηγίες, ενόσω στο ποτάμι ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του σιωπηλά έδενε τις πλωτές τη μια με την άλλη και τις στερέωνε στις δυο όχθες. Το Βασιλόπουλο έδωσε το σύνθημα, και πρώτος πάτησε τη γέφυρα και πέρασε στο αντικρινό μέρος. Το εχθρικό στρατόπεδο κοιμούνταν ησυχότατο.
Ο θείος Βασιλιάς είχε φθάσει ως το ποτάμι χωρίς ν' απαντήσει στρατιώτη. Μπροστά του οι κάτοικοι έφευγαν, κοπάδια τρομαγμένα, και παρατούσαν τα χωριά τους που τα έκαιαν οι εχθροί, αφού κατάκλεβαν από τα σπίτια ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν. Κανένα λόγο για ν' ανησυχήσει δεν μπορούσε να έχει ο θείος Βασιλιάς, ούτε οι στρατιώτες του. Και κουρασμένοι από το δρόμο που είχαν κάνει εκείνη την ημέρα, κοιμούνταν βαριά, χωρίς καν να σκεφθούν να βάλουν φρουρούς. Το Βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως πόσο μπορούσε να ωφεληθεί από αυτή την αμέλεια. Σιωπηλά, πνίγοντας τον κρότο των βημάτων τους, οι Μοιρολάτρες περίζωσαν το στρατόπεδο, και βαστώντας την αναπνοή τους περίμεναν το σύνθημα. Έξαφνα έλαμψε μια φωτιά κοντά στο ποτάμι. Στο σημείο αυτό, πρώτο το Βασιλόπουλο ξεσπάθωσε και ρίχθηκε καταπάνω στους εχθρούς, και απ' όλες τις μεριές μαζί, αλαλάζοντας, τον ακολούθησαν οι στρατιώτες. Οι εχθροί ξύπνησαν τρομαγμένοι από τις φωνές.
Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έτρεχε, και οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου πρόφθασαν κι έσφαξαν καμπόσους, πριν σκεφθούν αυτοί να διαφεντευθούν. Δεν άργησαν όμως ν' αντιληφθούν πως κάποιος άγνωστος εχθρός τους χτυπούσε κι έτρεξαν στα όπλα. Μα δεν ήταν εύκολο να τα βρουν στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας. Και στο μεταξύ, οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου, με τα μακριά τους δρεπάνια, θέριζαν τους άντρες που έπεφταν σα στάχυα.
Πανικός έπιασε τους εχθρούς, και θέλησαν να τρέξουν κατά τον κάμπο, με την ελπίδα να σωθούν. Μα το Βασιλόπουλο φύλαγε, και με μερικούς διαλεχτούς στρατιώτες έπεσε καταπάνω τους και σκότωσε τόσους πολλούς, που το αίμα έτρεχε ποτάμι.
- Εμπρός! Εμπρός! φώναζε το Βασιλόπουλο. Εμπρός! Το Βασιλιά τους να πιάσομε.
Και με το σπαθί στο χέρι έτρεξε στη σκηνή του θείου Βασιλιά. Μα ο Άρχοντας ήταν παλικαράς. Τόσο εύκολα δεν παραδίνουνταν. Με τις πρώτες φωνές ξύπνησε, άρπαξε ευθύς τα όπλα του και θέλησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του. Ο κυρ-Λαγόκαρδος όμως, από την τρεμούλα που τον έπιασε, δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του και κάθησε χάμω.
- Πιάσε το σπαθί σου, δειλέ! του φώναξε άγρια ο σύμμαχος του. Πάρε τ' άρματα σου και ακολούθα με! Εσύ με πήρες στο λαιμό σου και με παρέσυρες να κάνω τούτο τον πόλεμο. Έβγα τώρα και πολέμα μαζί μου.
Μα ο κυρ-Λαγόκαρδος ούτε να κουνήσει δεν μπορούσε, και ο θείος Βασιλιάς τον κλώτσησε με θυμό και αηδία και βγήκε από τη σκηνή του. Βλέποντας τους στρατιώτες του να φεύγουν, ο θυμός του έγινε μανία και άρχισε να τους χτυπά με το κοντάρι του. Κατόρθωσε να μαζέψει μερικούς και θέλησε ν' αντισταθεί, φωνάζοντας:
- Άνανδροι! Πού τρέχετε σαν τ' αρνιά που τα κυνηγάει ο λύκος; Γυρνάτε πίσω! Ελάτε γύρω στο Βασιλιά σας, να δείτε αν ξέρει αυτός να πολεμήσει και να σας προστατέψει!
Με τις φωνές του σταμάτησε ακόμα μερικούς.
- Στο ποτάμι τώρα! πρόσταξε. Όπως πέρασαν αυτοί το νερό, θα το περάσομε κι εμείς. Και οταν μας δουν να φθάνομε στα σπίτια τους, θα σκορπίσουν σα σπουργίτια! Εμπρός, παιδιά! Στο ποτάμι!
Μα το Βασιλόπουλο τον είδε. Αντιλήφθηκε αμέσως τι πανωλεθρία θ' ακολουθούσε, αν περνούσαν οι εχθροί στην αριστερή όχθη, όπου δεν έμενε ούτε ένας στρατιώτης. Με τους διαλεχτούς του έτρεξε στη γέφυρα κι έφθασε την ώρα που τσάκιζε το μικρό σώμα που τη φύλαγε, και οι πρώτοι εχθροί πηδούσαν στις πλωτές.
- Σπάσε τη γέφυρα! Πρωτομάστορη, κόψε τα σκοινιά! βροντοφώνησε. Και αν κανένας από τους δικούς μας θελήσει να φύγει, ας τον πνίξει το ποτάμι!

Στο Λυκαυγές της Ιστορίας

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ


Η ζωγραφική σειρά Μέγας Αλέξανδρος ο Οικουμενικός αποτελείται από 16 πίνακες 70 Χ 90 εκ. και είναι ιδιωτική συλλογή . Η σειρά αυτή απεικονίζει τις κυριότερες στιγμές από τη ζωή και τη δράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και διατίθεται να εκτεθεί οπουδήποτε στον κόσμο, εξυπηρετώντας πολιτιστικές εκδηλώσεις συλλόγων ή κοινοτήτων των απανταχού Ελλήνων .Έχει ήδη εκτεθεί σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού με μεγάλη επιτυχία.


ALEXANDER THE GREAT UNIVERSAL


This collection consists of 16 paintings, dimension 70 x 90 cm. Each painting explains his activity and courage of his moments in life.  Ideal for exhibitions worldwide to contribute to the cultural events. These paintings have been exposed in many exhibitions nation wide.



olympiada.jpg

Μ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ - ΦΙΛΙΠΠΟΣ - ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ
Ο Μέγας Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας το 356 π.Χ. Η Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ζωή της συνδέθηκε με απόκρυφες ιεροτελεστίες και με το μύθο ότι καταγόταν από τον Άμμωνα Δία.

aristotelhs.jpg
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ο Αριστοτέλης υπήρξε ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της αρχαιότητας. Ήταν δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σ' αυτόν έρχονταν για επεξεργασία όλες οι γνώσεις της μεγάλης εκστρατείας του μαθητή του.

koino.jpg
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΙΛΑ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Στην Κόρινθο, στο κοινό των Ελλήνων, ο Μέγας Αλέξανδρος μιλά στους αντιπροσώπους των άλλων ελληνικών πόλεων-κρατών, όπου αποφασίζουν για την ένωσή τους και την εκστρατεία εναντίον των Περσών.

issos.jpg
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΙΣΣΟΥ
Η μάχη στην Ισσό έγινε το 333 π.Χ. Θεωρείται από τις μεγαλύτερες της παγκόσμιας ιστορίας και έβαλε τέλος στην Περσική αυτοκρατορία.

indies.jpg
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Στην προέλασή του προς Ανατολή, ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε μέχρι την Ινδία. Δεν συνέχισε γιατί η κούραση και οι κακουχίες των στρατιωτών του τον ανάγκασαν να γυρίσει στα Σούσα.

voukefalas.jpg
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΑΜΑΖΕΙ ΤΟ ΒΟΥΚΕΦΑΛΑ
Σε ηλικία δώδεκα ετών, ο Μέγας Αλέξανδρος δαμάζει το Βουκεφάλα, παρατηρώντας ότι το άλογο φοβόταν τη σκιά του. Ένα γεγονός που δείχνει το μέγεθος των ικανοτήτων του.