Σελίδες

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Το Παραμύθι




....ενός  ΜΥΘΟΥ
Ένα παραμύθι... χωρίς Όνομα!
A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ
ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια
οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε:
- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η
ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση
του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις
σαν καλός βασιλιάς.
Β'. ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ και λαμπρό παλάτι του Συνετού Α', μόνος ο
ψηλός πύργος έμενε κατοικήσιμος. Όλα τ' άλλα δωμάτια, οι μεγάλες
σάλες, οι διάδρομοι, οι στρατώνες είχαν γκρεμίσει. Ο ψηλός πύργος
ήταν και αυτός σε κακά χάλια. Κανένας δε φρόντισε ποτέ να επι-
διορθώσει τους πεσμένους σοβάδες. Και ο άνεμος περιδιάβαζε και
σφύριζε ελεύθερα στις άδειες κάμαρες, όπου από τα περισσότερα
παράθυρα έλειπαν τα γυαλιά.
Οι χοντροί όμως τοίχοι βαστούσαν ακόμα. Κι εκεί, σε μετρημένα
δωμάτια, περιορίζουνταν ο Βασιλιάς και η οικογένεια του.
Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ
Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.
- Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου, η Ειρήνη κι
εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο.
Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να κατα-
λαβαίνει.
- Τι είναι αυτά; ρώτησε.
- Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση.
- Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει.
- Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω.
Κάθησε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη
τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες.
Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία.
- Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! παρακάλεσε.
Η Γνώση γέλασε.
- Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς; ρώτησε.- Το ίδιο δεν κάνει;
- Όχι! Η ώρα πάντα περνά. Μ' αν κάνεις περιττά πράματα, τη
σκορπάς· ενώ αν κάνεις δουλειές με σκοπό, τη μεταχειρίζεσαι.- Δεν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατέλειωτη!
- Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση. Σε τι κα-
ταγίνεσαι όλη μέρα;
- Σε τίποτα! Σε τι μπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγί-
νεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα.
- Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα.
- Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί.
- Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπημένη η Γνώση.
Και ο τόπος σου κουτσοζεί. Το καταδέχεσαι όμως;- Τι να του κάνω;
- Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε
περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για
τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να
καλοζεί.
- Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο. Η Γνώση γέ-
λασε.
- Σε σκότισα; είπε. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανά-
μεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου
πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα.
- Θα πάγω! είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.
Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριά ν' αποχαιρετήσουν την
κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί.
- Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά.
- Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. Βιάζομαι να πάγω
πίσω.Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το
έχωσε στην τσέπη τους.
- Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου.
Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο
του παλατιού.
Δ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ....ήταν μακρύς...
Κ'. ΣΥΝΕΤΟΣ Β'
Εκείνη η ημέρα ήταν εορτή σε όλο το κράτος.Όταν ο νέος Βασιλιάς Συνετός Β' ανέβηκε στο παλάτι με τον
καινούριο αρχικαγκελάριο του, τον Πολύκαρπο, βρήκε πάλι όλη την
οικογένεια μαζεμένη στην τραπεζαρία.
Κοίταξε το αδειανό κρεμαστάρι πάνω από τη χρυσή κονσόλα, κι
έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Τώρα, είπε, που έφυγε από κει το απαίσιο γαϊδουρίσιο κεφάλι,
μπορώ να πω πως αισθάνομαι ελεύθερος να καταπιαστώ μεγάλα
πράματα.
Και γυρίζοντας στη Γνώση, που του χαμογελούσε χαρούμενη
και ροδοκόκκινη, πρόσθεσε:
- Θέλεις, Γνώση, να με βοηθήσεις;
- Εγώ; αναφώνησε η κόρη κι έγινε ακόμα πιο ροδοκόκκινη. Εγώ;
Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;
- Να γίνεις γυναίκα μου και Βασίλισσα μου, είπε ο Συνετός. Μου
έκανες τόσο καλό πάντα με τις πολύτιμες συμβουλές σου! Πες, Γνώ-
ση, δε θέλεις μαζί μου να διοικήσεις τον τόπο;Μα πριν μπορέσει η κόρη ν' απαντήσει, ο γερο-Βασιλιάς τους
είχε αρπάξει και τους δυο στην αγκαλιά του.
- Με την ευλογία μου, είπε, ναι! Μαζί να κυβερνήσετε το Κρά-
τος.
- Και σα μάθει τους αρραβώνες σας ο θείος Βασιλιάς, τι θα πει;
ρώτησε γελώντας η Ειρηνούλα.
- Θα ζητήσει εσένα για το γιο του, είπε η κυρα-Φρόνηση. Και με
το μάτι έκανε νόημα του Βασιλιά να κοιτάξει τον Πολύκαρπο.
Ο δυστυχισμένος αρχικαγκελάριος είχε χλωμιάσει έξαφνα, κα-
θώς άκουσε τα λόγια της κυρα-Φρόνησης, και τρέμοντας κοίταζε
την Ειρηνούλα, σα να περίμενε από τα χείλια της ν' ακούσει την κα-
ταδίκη του.
Η Βασιλοπούλα κοκκίνισε, γύρισε και τον είδε και κατέβασε τα
μάτια της, ντροπαλή και μουδιασμένη.
- Και... και θα δεχθείς, Βασιλοπούλα μου; ρώτησε ο αρχικαγκε-
λάριος με φωνή πνιγμένη.
- Όχι, Πολύκαρπε... μουρμούρισε η Ειρηνούλα χωρίς να τον
κοιτάξει.
- Ελπίζω να μη μας κάνει τέτοια πρόταση ο θείος Βασιλιάς, είπε
γελώντας ο Συνετός, ειδεμή θα ξανανάψει ο θυμός του. Γιατί την
Ειρηνούλα μας τη θέλομε δω.
Και παίρνοντας το χέρι της αδελφής του, το έβαλε στου Πολύ-
καρπου που κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά του.
- Απεναντίας! Πρέπει να μας κάνει την πρόταση, για ν' αρπάξει
και δεύτερη προσβολή! είπε ο γερο-Βασιλιάς που δεν είχε χωνέψει
ακόμα το γαϊδουρίσιο κεφάλι.
Και χαρούμενος, αγκαλιάζοντας τα παιδιά του πρόσθεσε:
- Και σα δεν του αρέσει, ας έλθει πάλι με το στρατό του να ξα-
νανιώσει πώς τρυπούν τα βέλη του Κακομοιρίδη...
Μα δεν πρόφθασε ο καημένος ο θείος Βασιλιάς ν' αρπάξει τη
δεύτερη προσβολή, ούτε να ξανανιώσει αν τρυπούσαν τα βέλη του
Κακομοιρίδη.
Σαν άνοιξε το πανέρι και αναγνώρισε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και
άκουσε τα λόγια του Βασιλόπουλου, που του τα επανέλαβε ο αρχι-
καγκελάριός του, τόσος θυμός τον έπιασε, που έπεσε ξερός στο πά-
τωμα.
Και σαν τον σήκωσαν να τον βάλουν στο κρεβάτι, είδαν πως
ήταν πεθαμένος.
Την ημέρα της στέψεως του, ο Συνετός Β' κατέβηκε στο ποτάμι
να κάνει μνημόσυνο για όσους είχαν πέσει στην περίφημη εκείνη
νυχτερινή μάχη.
Στον ίσκιο των πλατάνων, δυο άσπροι πέτρινοι σταυροί έστεκαν
πλάγι-πλάγι: ο τάφος του Πολύδωρου και ο τάφος του νέου της τα-
βέρνας.
Κρέμασε ο Συνετός και στους δυο από ένα στεφάνι δάφνης.
- Βάλε δω άλλο ένα στεφάνι, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης,
δείχνοντας τον τάφο του Πολύδωρου.
- Άλλο ένα; Γιατί;
- Για τον Αφανέρωτο Ήρωα, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης.
Ο Συνετός τον κοίταξε.
- Δεν καταλαβαίνω, είπε.
- Δε γύρισε ποτέ ο κουλός από το τελευταίο του ταξίδι, Αφέντη.
- Τι έγινε, ξέρεις; Έμαθες καμιάν είδηση; ρώτησε ο Συνετός.
Ο πρωτομάστορης αργοκούνησε το κεφάλι.
- Τρία χρόνια τον περίμενα, είπε, και κάθε βράδυ, σα βασίλευε ο
ήλιος, έρχουμουν στο ίδιο μέρος, όπου για τελευταία φορά τον είδα,
με την ελπίδα πως ίσως θα ξαναγύριζε. Μα τώρα δεν τον περιμένω
πια...
- Μπορεί να πήγε στα ξένα σαν τόσους άλλους, είπε ο Συνετός.
Ο πρωτομάστορης έμεινε συλλογισμένος.
- Εγώ ξέρω πως δεν πήγε, είπε στο τέλος. Έτσι που τον ήξερα,
ήταν άνθρωπος να δώσει τη ζωή του χωρίς λόγια, σιωπηλά και αφα-
νέρωτα για τον τόπο του. Ν' αφήσει όμως την Πατρίδα, την ώρα
του κινδύνου, ποτέ!
Κάμποση ώρα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε μίλησε.
Ύστερα ο νέος Βασιλιάς έκοψε ένα κλαδί δάφνης από το δέντρο
και το ακούμπησε στον τάφο του Πολύδωρου.
- Για τον Αφανέρωτο Ήρωα... είπε.
- ...Και για όσους δίνουν τη ζωή τους σιωπηλά και ταπεινά στην
Πατρίδα, χωρίς η Πατρίδα να τους ξέρει ποτέ... πρόσθεσε ο πρωτο-
μάστορης.
Και γονατίζοντας προσκύνησαν τον τάφο.
.
Κάθε παραμύθι έχει μια Αρχή και ένα Τέλος!

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Η Μορφή



Μαζί περπατήσαμε στο δάσος των μορφών ατενίζοντας το φως των Αστεριών

Στα δίχτυα της ηφαιστειακής πρωτογενούς λάβας 
Σε αείζωον πυρ
Χαράξαμε τα σημεία της φανερωμένης κοσμικής αντίληψης

Της κοσμολογικής αειγενεσίας.
Ο Απόλλων μας φανέρωσε
Ο Ερμής μας ζήλεψε
Ο Ποσειδών μας απελευθέρωσε
Ο Οδυσσέας δάκρυσε ..... οι Φαίακες μας τραγούδησαν
Ο Δούρειος Ίππος στήθηκε στην Ιλιάδα των Ρόδων
Των κόκκινων πολεμιστών.
Σε ίχνη γήινης χρυσόσκονης εν είδει πελειάδων το Πνεύμα βημάτισε γύρω από τα τείχη των κλεφτών
Η Ενέργεια χόρεψε στην ύλη άσπρων πουλιών σε ερυθρό φόντο μινιμαλιστικών σκιών.
Ο Αρχέγονος ταξιδευτής στάθηκε στο μέσον της αντίθεσης, της πρόσθεσης, της σύνθεσης, της ανάθεσης, της περίθεσης, της κατάθεσης των όντων και των στοιχείων και.... αναμετρώντας το άπειρο ….είπε:

 Γένοιτο Φάνης Έρως Ωόν Ερωτοτροπόν!
Γιατί…. η αιωνιότητα είναι για τους ποιητές των μορφοποιητικών συχνοτήτων και κραδασμών

 εν τη δημιουργία του λόγου των.
Σε δόνηση λευκής επιταγής!


Αστραία


Ο Χορός των Σχημάτων

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Οι Αγγελιοφόροι


Όμηρος Ποιητής!
 Ο μεγάλος Ονειρευτής τρίτης προσοχής στην σχολή των θεών των ηρώων των ημιθέων των πολεμιστών των Ελευθέρων Ανθρώπων των Αοιδών!
THE DREAMER

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Ο όρχατος



Ο Κήπος του Λαέρτη

 με 50 όρχους αμπέλους
.......ω Οδύσσειας.......
τὸν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 330
"οὐλὴν μὲν πρῶτον τήνδε φράσαι ὀφθαλμοῖσι,
τὴν ἐν Παρνησῷ μ' ἔλασεν σῦς λευκῷ ὀδόντι
οἰχόμενον· σὺ δέ με προΐεις κ

αὶ πότνια μήτηρ
ἐς πατέρ' Αὐτόλυκον μητρὸς φίλον, ὄφρ' ἂν ἑλοίμην
δῶρα, τὰ δεῦρο μολών μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν.
εἰ δ' ἄγε τοι καὶ δένδρε' ἐϋκτιμένην κατ' ἀλῳὴν
εἴπω, ἅ μοί ποτ' ἔδωκας, ἐγὼ δ' ᾔτευν σε ἕκαστα
παιδνὸς ἐών, κατὰ κῆπον ἐπισπόμενος· διὰ δ' αὐτῶν
ἱκνεύμεσθα, σὺ δ' ὠνόμασας καὶ ἔειπες ἕκαστα.
ὄγχνας μοι δῶκας τρεισκαίδεκα καὶ δέκα μηλέας, 340
συκέας τεσσαράκοντ'· ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας
δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος
ἤην; ἔνθα δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν,
ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν."





στις ώρες του Διός

Το κυκλάμινο


"Περπατώ μες στ΄αγκάθια, μες στα σκοτεινά ,σ΄αυτά που΄ναι να γίνουν και στ΄αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο, μόνη άμυνα τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα."
(Μαρία Νεφέλη,ΕΛΥΤΗ)

Το μονοπάτι


Στα μονοπάτια των  δένδρων
 των πουλιών 
και των θεών
στους δρόμους του Ολύμπου.
Διαδρομές στον ήχο των μύθων των διαχρονικών

Το παράθυρο


Παράθυρο στα όνειρα 



Ένα ωραίο πρωινό ο μάγος κατάλαβε
ότι δεν φτάνει να έχεις ωραία μάτια για να δεις
τα ωραία πράγματα.
Μπορείς να δεις, αρκεί να θέλεις.

στο βαλς των  χορευτικών αισθήσεων