Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Στις ακρογιαλές του Ομήρου



Στις ακρογιαλιές του Ομήρου υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγαλείο,
που έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα.
Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την ίδιαν άμμο, το νιώθει.
Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει τις καλαμιές
κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο.
Καταπού; Ως πότε; Ποιοί κυβερνάνε; 

Κατοίκησα που 'βγαινε από την άλλη, την
πραγματική, όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου.
Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί
να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε' τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς
σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση
στα πράγματα να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα
τ' Ακοίμιστα και την Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς,
Μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή
που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα.
Κι έπιασα σιγά - σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την
καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
'Η κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.


Την Άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω,
σ' έναν Μποττιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.
Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια
κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και
τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους
ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι
μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού
βλέπει κανείς τον ουρανό.

Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.

Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα
πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να
ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν' ακριβολογώ
μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη
και άλλο πράγμα ο έρωτας' άλλο η επιθυμία και άλλο η
λαχτάρα' άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι' άλλο τα σπλάχνα
κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που
-αλίμονο- τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που
ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός
ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας
μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα
όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε - δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το
όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ' αυτό που μας
συντηρεί και σ' αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το
μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο,
αείζωο.
Έστρεψα καταπάνω μου το θάνατο σαν υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο
Φάνηκε ο κόλπος ο Αδραμυττηνός με τη σγουρή στρωσιά του μαΐστρου
Ακινητοποιημένο ένα πουλί ανάμεσα ουρανού και γης και τα βουνά
Ελαφρά βαλμένα το 'να μέσα στο άλλο. Φάνηκε το παιδί που ανάβει
Γράμματα και τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου
Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω κόσμου.

Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς
Όπως ένα φυτό που αρκείται στο φαρμάκι του έως ότου ο άνεμος
Του το γυρίσει σ' ευωδιά ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία του κόσμου
Θα φανούν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο
Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους
Διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.

Ο Μικρός Ναυτίλος, Οδυσσέας Ελύτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου