Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ξαφνικά μέσα στην νύκτα .... ΑΕΡΑ!



ΑΕΡΑ!!!!
Ο Αλέξανδρος Δ. Αλεξανδράκης (Αθήνα1913 – Αθήνα, Σεπτέμβριος 1968[1]) ήταν Έλληνας ζωγράφος, που έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από τις ιδιαιτέρως δυναμικές απεικονίσεις του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940.
Ο Αλεξανδράκης έδειξε από νωρίς το ταλέντο του στο σχέδιο και την ζωγραφική. Σε ηλικία 17 ετών, παρουσίασε 23 έργα του σε ομαδική έκθεση που διοργάνωσε η ΧΑΝ. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνώνκοντά στο Σπυρίδωνα Βικάτο και τον Ουμβέρτο Αργυρό. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής κοντά στονΓιάννη Κεφαλληνό. Αποφοίτησε από την σχολή το 1937, για να συμμετάσχει αμέσως σε διάφορες εκθέσειςζωγραφικής.
Στον πόλεμο του 1940, ο ζωγράφος και οι πέντε αδελφοί του επιστρατεύτηκαν. Υπηρέτησε στα βουνά της Ηπείρου ως δεκανέας του πυροβολικού και τις εντυπώσεις του τις αποτύπωσε σε μία σειρά σκίτσων και ελαιογραφιών που έγιναν ευρέως γνωστές στο κοινό, μιας και ανατυπώθηκαν σε αφίσες και χρησιμοποιήθηκαν σε πάμπολλες σχολικές εορτές. Περίπου εκατό έργα του από τον πόλεμο δημοσιεύθηκαν επίσης μεταπολεμικά σε ένα λεύκωμα με τίτλο Έτσι πολεμούσαμε (1968).
Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε πολύ με το γυμνό. Εικονογράφησε επίσης το Αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1958. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και άρχισε να συνεργάζεται με μεγάλα ιδρύματα, όπως το Μουσείο Γκουγκενχάιμ και η Βιβλιοθήκη της Γερουσίας των ΗΠΑ. Δυστυχώς, πέθανε σε ηλικία 55 ετών, την εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστός.
Το 1980, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Πιο πρόσφατα, η γκαλερί «Κ» παρουσίασε έργα του καλλιτέχνη στο Λονδίνο (1998 και 2005) και στην Λευκωσία (1999).
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ξαφνικά μέσα στη νύκτα
.....ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
                             ΟΧΙ

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ομηρικαί Ωδαί


Πασχάλης, Μιχάλης: «Πόσο Ομηρικό είναι το χάλκεον χέρι του Κάλβου;

Ο Ανδρέας Κάλβος (17921869) αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου παραδόξως δεν υπάρχει γνωστό σωζόμενο πορτραίτο.

Τον  Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου — και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία — έργου του, τη Λύρα, μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται και στα γαλλικά και βρίσκουν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα Λυρικά.

Γενικότερα, στα έργα του, ο Κάλβος επιχειρούσε να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις, π.χ. το μυθικό στοιχείο και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του, τον Δία και τον Θεό, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.
Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έρχεται από τον Βικέλα και ολοκληρώνεται στην ομιλία του Παλαμά το 1889.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ᾨδὴ Πέμπτη. Εἰς Μούσας

στροφὴ α´.

Τὰς χορδὰς ἂς ἀλλάξωμεν
ὦ χρυσὸν δῶρον, χάρμα
Λητογενέος μέγα·
τὰς χορδὰς ἂς ἀλλάξωμεν
ἰώνιος λύρα. 5

β´.

Ἄλλα σύρματα δότε
ζεφυρόποδες Χάριτες·
καὶ σεῖς ἐπὶ τὸ ξύλον
μελίφρονον, ὑακίνθινον
βάλετε στέμμα. 10

γ´.

Τὰς πτέρυγας ἁπλώνει
ὡς τ᾿ ὄρνεον τοῦ Διός,
καὶ ὑψώνεται τὸ μέτρον
ἕως τὸν οὐράνιον κῆπον
τῶν Πιερίδων. 15

δ´.

Χαίρετε ὦ κόραι, χαίρετε
φωναὶ ὁποὺ τὰ δεῖπνα
τῶν Ὀλυμπίων πλουτίζετε
μὲ᾿ χορῶν εὐφροσύνας
κ᾿ εὔρυθμον μέλος. 20

ε´.

Σεῖς τὰ αἰθέρια νεῦρα
τῆς φόρμιγγος κροτεῖτε,
καὶ τὰ θηρία, καὶ τ᾿ ἄλση
χάνονται ἀπὸ τὸ πρόσωπον
τῆς γῆς πλατείας. 25

ς´.

Ὅπου τρέμουσιν ἄπειρα
τὰ φῶτα τῆς νυκτός,
ἐκεῖ ὑψηλὰ πλατύνεται
ὁ γαλαξίας καὶ χύνει
δρόσου σταγόνας. 30

ζ´.

Τὸ ποτὸν καθαρὸν
θεραπεύει τὰ φύλλα,
κ᾿ ὅπου ἄφησε τὸ χόρτον
εὑρίσκει ρόδα ὁ ἥλιος
καὶ μυρωδίαν. 35

η´.

Οὕτω ὑπὸ τοὺς δακτύλους σας
ἡ ἐλικώνιος λύρα,
τρέμει, καὶ τ᾿ ἄνθη ἀμάραντα
τῆς ἀρετῆς γεμίζουσι
πᾶσαν καρδίαν. 40

θ´.

Ὄχι πατέρες, τύραννοι·
ὄχι ἄνθρωποι καὶ τέκνα,
ἀλλὰ δειλὰ καὶ ἀναίσθητα
ποίμνια τὸν κύκλον ἤθελον
τρέξειν τοῦ βίου· 45

ι´.

Χεῖρες κεραυνοφόροι,
μόνον νῶτα ὑποφέροντα
τὰς πληγάς· ἂν τὸ δίκρανον
τοῦ Παρνασσοῦ λιγύφθογγον
σπήλαιον ἐσίγα. 50

ια´.

Διὰ παντὸς μοιράσατε
θεῖαι παρθένοι τὴν δίκην·
διὰ παντὸς χαρίσατε
τῶν ἀνθρώπων αἰσθήσεις
ὑψηλονόους. 55

ιβ´.

Ἀφρίζουν τὰ ποτήρια
τῆς ἀδικίας, δυνάσται
πολλοὶ καὶ διψασμένοι
ἰδοὺ τ᾿ ἀδράχνουν· γέμουσι
μέθης καὶ φόνου. 60

ιγ´.

Τώρα ναὶ τώρα ἀστράψατε
ὦ Μοῦσαι, τώρα ἁρπάξατε
τὴν πτερωτὴν βροντήν,
κατὰ σκοπὸν βαρέσατε
μ᾿ εὔστοχον χεῖρα. 65

ιδ´.

Φυλάξατε τοὺς ὕμνους
διὰ τοὺς δικαίους· μόνον
εἰς αὐτοὺς τὴν εἰρήνην,
καὶ τοὺς χρυσοὺς στεφάνους
εἰς αὐτοὺς δότε. 70

ιε´.

Ἦτον ποτὲ ἡ ἐννέα
Ὀλύμπιαι φωναὶ
ἐκεῖ ὁποὺ χορεύουσι
τῆς ἡμέρας ἡ κόραι
λαμπαδηφόροι. 75

ις´.

Ἤκουον μόνον οἱ κύκλοι
τῶν οὐρανῶν, τὴν σύμφωνον
θεόπνευστον ᾠδήν,
καὶ τὸν ἀέρα ἀκίνητον
εἶχε ἡ γαλήνη. 80

ιζ´.

Ἀλλ᾿ ὅτε τὸ μειδίασμα
τοῦ θεοῦ τῶν ἐρώτων,
τὸν Κιθαιρῶνα ἐσκέπασε
μὲ᾿ θύμον καὶ μὲ᾿ κλήματα
σταφυλοφόρα· 85

ιη´.

Ἐκεῖ ὁ ρυθμὸς ἐπέραστος
καταβαίνων, τὸ βλέμμα
τῶν γηγενέων δρακόντων
ἐχάθη, ὡς τὰ χαράγματα
χάνεται ὁ ὕπνος. 90

ιθ´.

Τοῦ θεσπεσίου γέροντος
ἱερὰ κεφαλή·
φωνὴ εὐτυχὴς ῾ποὺ εὐφήμησας
τῆς κλεινῆς Ἀχαΐας
τ᾿ ἄριστα τέκνα. 95

κ´.

Ἐσὺ θαυμάσιε Ὅμηρε
ἐξένισας τὰς Μούσας·
καὶ τοῦ Διὸς ἡ κόραι
εἰς τὰ χείλη σου ἀπέθηκαν
τὸ πρῶτον μέλι. 100

κα´.

Εἰς τιμὴν τῶν θεῶν
ἐφύτευσας τὴν δάφνην·
εἶδον πολλοὶ αἰῶνες
τὸ φυτὸν εὐθαλὲς
ὑπερακμάζον. 105

κβ´.

Μέσα εἰς τὸ θεῖον στέλεχος
τί δὲν ἐθησαυρίσατε
τὰ σίμβλα αἰωνίως;
τί ὦ αἰώνιαι μέλισσαι
τὸ παραιτεῖτε; 110

κγ´.

Ὅταν εἰς τὴν ἀθλίαν
Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ ἔσχατα
τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης
τῶν ἀραβίων πετάλων
ἦλθεν ὁ κτύπος· 115

κδ´.

Ἐκεῖ πρὸς τὰ λουτρὰ
ὅπου τὰς τρίχας πλύνουσι
τῶν φοιβηΐων ἡ Ὥραι,
τότε δικαίως ἐφύγατε
ὦ Πιερίδες. 120

κε´.

Καὶ τώρα εἰς τέλος φέρετε
τὴν μακρὰν ξενιτείαν.
χρόνος χαρᾶς ἐπέστρεψε,
καὶ λάμπει τώρα ἐλεύθερον
τὸ Δέλφιον ὄρος. 125

κς´.

Ῥέει καθαρὸν τὸ ἀργύριον
τῆς Ἱπποκρήνης· κράζει,
ὄχι τὰς ξένας, κράζει
σήμερον ἡ Ἑλλὰς
τὰς θυγατέρας. 130

κζ´.

Ἤλθετε, ὦ Μούσαι, ἀκούω,
καὶ χαίρουσα πετάει
πετὰ ἡ ψυχή μου, ἀκούω
τῶν λυρῶν τὰ προοίμια,
ἀκούω τοὺς ὕμνους. 135

ᾨδὴ Δευτέρα. Εἰς Δόξαν

ιγ´.

Εὔφραινε μὲ᾿ τὸ ἀθάνατον
μέτρον τὰς Ἀχαΐδας
χήρας ὁ θεῖος Ὅμηρος,
καὶ τὸ πνεῦμα σας ἄναπτε
τὸ ἴδιον μέλος. 65

ιδ´.

Τοῦ καρτεροῦ Αἰακίδου
τὴν φήμην ἐζηλεύσατε,
(ἀείμνηστος, θαυμάσιος
ζῆλος) καὶ τ᾿ αἷμα ἐχύσατε
διὰ τὴν Ἑλλάδα. 70

Εις Δόξα του Ομήρου

Ομηρικές Σάλπιγγες


Γ. ΡοϊλόςΟι ποιητές (π. 1919). Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880
Στο κέντρο: K. Παλαμάς. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ομηρικοί Δωδεκάλογοι
Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ' η Ανατολή μ΄ ένα φιλί τηΔύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου
...
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία,
αχάλαστα και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

Ασάλευτη δεν είναι καμιά ζωή
Λογής ταξίδια μ’ έχουν τρικυμίσει
μ’ είδαν τόποι, μου ανοίξανε ναοί
και τέχνες με περπάτησαν και η φύση.

Δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα,
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχειά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι ...

Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. 
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα

 «Pαψωδία»
 (από τη συλλογή H Aσάλευτη Zωή ) 
Όμηρε θείε, των καιρών χαρά και δόξα!
Στην κρυάδα του σκολειού και στου θρανίου τη γύμνια,
όταν μπροστά μου σ' απιθώσαν του δασκάλου
τ' άχαρα χέρια, ω μεγαλόχαρο βιβλίο,
σε καρτερούσα μάθημα κι εσύ ήρθες θάμα.

Kι άνοιξε μέσα μου ουρανός πλατύς καθάριος
και το θρανίο σα να 'γινε παλατιού θρόνος,
και κόσμος το σκολειό κι ο δάσκαλος προφήτης.
Διάβασμ' αυτό δεν ήταν, νόημα δεν ήταν,
όραμα ήταν κι άκουσμα ήταν χωρίς ταίρι. 

Ταξιδιάρικες  Ποιητικές Ζωές